Η ακρίβεια συνεχίζει να αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τα ελληνικά νοικοκυριά, με τις εβδομαδιαίες αγορές στα σούπερ μάρκετ να μετατρέπονται σε έναν αγώνα δρόμου για την εξεύρεση των πιο οικονομικών επιλογών. Οι καταναλωτές δηλώνουν πως μεγάλο μέρος του μηνιαίου εισοδήματός τους διοχετεύεται στην αγορά βασικών αγαθών, ενώ η προσπάθειά τους να διαχειριστούν το οικογενειακό τους budget μέσα σε συνθήκες συνεχών ανατιμήσεων μοιάζει όλο και πιο δύσκολη.
Παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στα τρόφιμα στην Ευρωζώνη παρουσίασε ελαφρά επιβράδυνση τον Ιούνιο – στο 2,5% από 2,8% τον Μάιο – οι τιμές στην Ελλάδα παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Οι αυξήσεις αφορούν κυρίως προϊόντα που επηρεάζονται άμεσα από την κλιματική κρίση, όπως τα τρόφιμα φυτικής και ζωικής προέλευσης, με την αβεβαιότητα στις αγορές πρώτων υλών να παραμένει υψηλή.
Σε αυτό το ήδη βεβαρημένο περιβάλλον, έρχεται να προστεθεί και η κατάργηση του πλαφόν που ίσχυε για τα βασικά αγαθά και τα καύσιμα από το 2020. Η ρύθμιση αυτή, που είχε θεσπιστεί για να περιορίσει την αισχροκέρδεια εν μέσω κρίσεων, δεν ισχύει πλέον, γεγονός που έχει προκαλέσει ανησυχία στους καταναλωτές. Πολλοί εκφράζουν φόβους για ένα νέο κύμα αυξήσεων στις τιμές, αφού οι επιχειρήσεις μπορούν πλέον να διαμορφώνουν ελεύθερα τις τελικές τιμές πώλησης των προϊόντων τους.
Το υπουργείο Ανάπτυξης, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο αυτό, έχει προαναγγείλει εντατικοποίηση των ελέγχων στην αγορά, με στόχο την αποτροπή φαινομένων αθέμιτης κερδοφορίας και τη διασφάλιση της διαφάνειας στις τιμολογήσεις. Ωστόσο, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσο οι έλεγχοι θα είναι επαρκείς για να προστατεύσουν αποτελεσματικά τους καταναλωτές σε μια αγορά που εξακολουθεί να λειτουργεί υπό πίεση και με περιορισμένη αγοραστική δύναμη.