Το delivery έχει αρχίσει να αλλάζει ήδη την αγορά των σούπερ και μίνι μάρκετ στην Ελλάδα, καθώς ο κορωνοϊός έχει διαμορφώσει νέα δεδομένα, τα οποία αρχίζουν να «παγιώνονται» στην αντίληψη των καταναλωτών, αποτελώντας πια το μέλλον και στη μικρή λιανική.

Του Στέλιου Ασλανίδη

Θετικά και αρνητικά από την καθιέρωση των κατ’ οίκον διανομών

H πανδημία του κορωνοϊού συνεχίζει να επηρεάζει την καθημερινότητα των ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο, και φυσικά το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα, όπου η δεύτερη καραντίνα ήρθε ως… υπενθύμιση προς όλους, ότι χρειάζεται ακόμη καιρός, για να αφήσουμε πίσω μας αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Το γεγονός επηρεάζει, βέβαια, σημαντικά την εγχώρια οικονομία, με τις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα, τα οποία έχουν ενταθεί μετά και το δεύτερο lockdown.

Όσον αφορά το λιανεμπόριο, όμως, κι ειδικά τα σούπερ μάρκετ και τα μίνι μάρκετ, η κατάσταση μοιάζει διαφορετική, τόσο σε σχέση με την περίοδο προ κορωνοϊού, όσο και σε σύγκριση με το διάστημα της άνοιξης και της πρώτης καραντίνας. Το «κύμα» για αγορές στα καταστήματα του κλάδου έχει μετριαστεί σε μεγάλο βαθμό, καθώς οι καταναλωτές είναι πλέον πιο… υποψιασμένοι, κι έχουν περιοριστεί τα φαινόμενα που οδήγησαν σε εξαφάνιση πολλά προϊόντα πρώτης ανάγκης από τα ράφια την πρώτη φορά.

Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε αυτή τη δύσκολη περίοδο για τη χώρα, τα σούπερ και τα μίνι μάρκετ συνεχίζουν να είναι ανοιχτά και να δουλεύουν, έστω και με διάφορα προβλήματα, σε αντίθεση με πολλά άλλα καταστήματα. Η δουλειά τους, όμως, μοιάζει να έχει διαφοροποιηθεί αρκετά πια, αφού το delivery φαίνεται να βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη, «αναγκάζοντας» και πολλούς επαγγελματίες της μικρής λιανικής να στραφούν προς αυτή την κατεύθυνση. Την ίδια ώρα δε, οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ δείχνουν να έχουν εστιάσει στις online παραγγελίες και τις κατ’ οίκον παραδόσεις, παρ’ όλο που τα οφέλη είναι ακόμη… δυσδιάκριτα, με τα πρώτα στοιχεία να δείχνουν μικρό περιθώριο κέρδους.

Ασύμφορο το delivery στα σούπερ μάρκετ

Στο σύνολό του, το οργανωμένο λιανεμπόριο στην Ελλάδα αυξάνει διαρκώς τις υπηρεσίες του για το delivery. Σε πρώτη φάση, όμως, τα στοιχεία δείχνουν ότι η παράδοση κατ’ οίκον, είτε από ηλεκτρονικές είτε από τηλεφωνικές παραγγελίες, είναι ασύμφορη.

Συγκεκριμένα και με βάση τα στοιχεία από μία έρευνα που παρουσίασε πρόσφατα το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), το delivery για το λιανεμπόριο τροφίμων είναι μία ιδιαίτερα κοστοβόρα διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη διαδικασία της συλλογής των αντικειμένων, όσο και τη διαδικασία της μεταφοράς. Η διαδικασία της συλλογής (picking) είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη. Αρκεί να αναλογιστεί κάποιος ότι ένα τυπικό σούπερ μάρκετ διαθέτει περίπου 10 χιλ. διαφορετικούς κωδικούς προϊόντων. Επιπρόσθετα, η διαδικασία της μεταφοράς είναι ιδιαίτερα κοστοβόρα, καθώς περιλαμβάνει μεγάλους όγκους (π.χ. ογκώδη προϊόντα, όπως νερά), καθώς και προϊόντα με απαιτήσεις συντήρησης (ψυγείου ή κατάψυξης). Σε αυτή την κατηγορία ενσωματώνονται, πέρα από το λειτουργικό κόστος (π.χ. καύσιμα, συντήρηση οχημάτων, υλικά συσκευασίας), κι επενδύσεις και μισθώσεις, όπως η προμήθεια νέων οχημάτων.

Παράλληλα, τα υλικά συσκευασίας εκτιμάται ότι ανέρχονται ήδη σε αξία σε πάνω από 8 εκατ. ευρώ και περιλαμβάνουν πληθώρα από διαφορετικά κόστη, τα οποία μπορεί να αφορούν από πλεξιγκλάς για τα ταμεία, μέχρι τεστ κορωνοϊού για το προσωπικό. To 1/3 περίπου από αυτό το κόστος αφορά τη διάθεση μασκών (μίας χρήσης ή επαναχρησιμοποιούμενων για το προσωπικό ή/και τους πελάτες). Άλλα κόστη αφορούν τα αντισηπτικά, τα καθαριστικά και τις απολυμάνσεις, τις κατασκευές (π.χ. πλεξιγκλάς στα ταμεία, αυτοκόλλητα στα δάπεδα, διαχωριστικά κ.λπ.), αλλά και κόστη όπως τεστ κορωνοϊού κι υποστήριξη τηλεργασίας. Πρόκειται για ιδιαίτερα μεγάλες δαπάνες, καθώς το δίκτυο των καταστημάτων σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα εκτεταμένο, με πάνω από 4.700 καταστήματα κι 90.000 εργαζόμενους. Τα μεγέθη γίνονται περισσότερο αντιληπτά, όταν αναφέρονται αριθμητικά στοιχεία: μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2020, είχαν χρησιμοποιηθεί πάνω από 2,83 εκατ. μάσκες, 8,62 εκατ. γάντια και 302 χιλ. συσκευασίες αντισηπτικών.