Τα πλεονεκτήματα και οι δυσκολίες του εγχειρήματος

Όσον αφορά πάντως τα ελληνικά προϊόντα στα μίνι μάρκετ, το ρεπορτάζ στην αγορά δείχνει ότι πρόκειται για μία λύση με πολλά πλεονεκτήματα αλλά και δυσκολίες. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα είναι ότι πρόκειται για προϊόντα με μεγάλη ζήτηση, η οποία συνεχίζει μάλιστα να κινείται ανοδικά, όπως φαίνεται και από τα παραπάνω στοιχεία της έρευνας. Ταυτόχρονα, τα ελληνικά προϊόντα, ειδικά από μικρούς παραγωγούς, μπορούν να προσελκύσουν νέους πελάτες σε ένα κατάστημα, οι οποίοι και τα αναζητούν. Οι πελάτες αυτοί, μάλιστα, θεωρείται δεδομένο ότι θα γίνουν σταθεροί, αν βρίσκουν τους εν λόγω κωδικούς σταθερά στο εκάστοτε κατάστημα της μικρής λιανικής. Από εκεί και πέρα όμως, τα περισσότερα μίνι μάρκετ αποφεύγουν συνήθως τα μη τοπικά ελληνικά προϊόντα, για δύο λόγους.

Ο πρώτος είναι η τιμή τους, καθώς η μεταφορά τους είναι πολύ πιο κοστοβόρος, ειδικά αν γίνεται απευθείας από τον παραγωγό, και ως εκ τούτου αυξάνεται κατά πολύ και η τιμή τους στο ράφι. Αλυσιδωτά, γίνεται πιο δύσκολη και η πώλησή τους, αφού η τιμή είναι συνήθως πιο σημαντικός παράγοντας από την προέλευση των προϊόντων.

Ο δεύτερος λόγος είναι η δυσκολία στην προμήθεια των προϊόντων. Πολλοί Έλληνες παραγωγοί σε όλη τη χώρα παράγουν προϊόντα υψηλής ποιότητας, αλλά σε πολύ συγκεκριμένες ποσότητες. Ως εκ τούτου, συχνά υπάρχουν προβλήματα στη σταθερή κάλυψη των απαιτήσεων στα ράφια των καταστημάτων.

Μανδηλαράς Μάρκετ με προϊόντα από τις Κυκλάδες

Το μίνι μάρκετ και ντελικατέσεν επί της οδού Ορφανίδου στην περιοχή της Λαμπρινής αποτελεί μια νέα πρόταση στο χώρο της μικρής λιανικής, η οποία έχει στοχεύσει στα ελληνικά προϊόντα και πιο συγκεκριμένα στους παραγωγούς από τις Κυκλάδες. Ο Αντώνης και η Ευαγγελία Μανδηλαρά αποφάσισαν πριν από ενάμιση περίπου χρόνο να επενδύσουν στις πρώτες ύλες από τα νησιά των Κυκλάδων, προσφέροντας μία… διέξοδο στους καταναλωτές στην Αθήνα. «Ανοίξαμε εν μέσω κορωνοϊού και πέσαμε πάνω και στις ανατιμήσεις που δημιουργούν έξτρα προβλήματα, αλλά έχουμε υπομονή» είπε στο περιοδικό «Mini Market & Μικρή Λιανική» ο Αντώνης Μανδηλαράς. Στο κατάστημά του θα βρει κανείς τρόφιμα και πολλά ακόμη προϊόντα, όχι μόνο από τις Κυκλάδες αλλά από όλη την Ελλάδα. «Συνεργαζόμαστε με περίπου 20 παραγωγούς από τα νησιά των Κυκλάδων που είναι η καταγωγή μας, αλλά φέρνουμε προϊόντα και από άλλες περιοχές της χώρας, δίνοντας έμφαση σε βιολογικά και γενικότερα σε κωδικούς υψηλής ποιότητας. Μεγαλύτερη ζήτηση έχει το κυκλαδίτικο τυρί, το μέλι, η λούζα Μυκόνου, τα παξιμάδια μας, αλλά και τα φρέσκα αυγά Νάξου».

Η προμήθεια του καταστήματος γίνεται πιο εύκολα, καθώς η ίδια η οικογένεια διαθέτει μεταφορική, αλλά τα προβλήματα δεν λείπουν. «Οι περισσότερες παραγγελίες γίνονται μέσω τηλεφώνου και γενικά αντιμετωπίζουμε κάποια προβλήματα στην επικοινωνία, αλλά προσπαθούμε να προσαρμοζόμαστε κάθε φορά, ώστε να έχουμε τα προϊόντα που θέλουμε στα ράφια μας» μας εξήγησε ο κ. Μανδηλαράς. Όσον αφορά τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα, ο ίδιος μας τόνισε ότι «περίπου το 35% των πελατών μας έρχεται αποκλειστικά για τα ελληνικά προϊόντα. Η τιμή συνεχίζει πάντως να παίζει για πολλούς σημαντικότερο ρόλο από την ποιότητα και είναι λογικό, ειδικά αυτή την περίοδο. Εμείς από την πλευρά μας προσπαθούμε να απορροφούμε όπου μπορούμε τις ανατιμήσεις, αλλά και να εστιάζουμε στην εξυπηρέτηση των πελατών μας. Το μαγαζί μας δεν είναι απρόσωπο, θέλουμε την προσωπική επαφή, για να αναδεικνύουμε τα προϊόντα μας, την προέλευσή τους και την ποιότητά τους».

Φρέσκα προϊόντα από μικρούς Έλληνες παραγωγούς στο Foodeat

Ο συνδυασμός υγιεινών και ελληνικών προϊόντων αντικατοπτρίζει δύο κυρίαρχες τάσεις του σήμερα, αλλά και του αύριο, στην αγορά και πάνω σε αυτή τη λογική δημιουργήθηκε και το παντοπωλείο Healthy Foodeat επί της οδού Ηρακλείου στα Άνω Πατήσια. Πρόκειται για ένα πιλοτικό κατάστημα που έχει στόχο να προσφέρει μια εναλλακτική πρόταση στους καταναλωτές, η οποία ακολουθεί όμως πλήρως τις απαιτήσεις της νέας γενιάς. Στο κατάστημα, ο καταναλωτής θα βρει μια μεγάλη γκάμα φρέσκων και συσκευασμένων τροφίμων, πολλά από τα οποία παρασκευάζονται καθημερινά, όλα ελληνικής προέλευσης. «Η λογική είναι να μην πετιέται τίποτα. Έχουμε τη δυνατότητα να αξιοποιούμε προϊόντα που είναι εξαιρετικής ποιότητας, αλλά στο μάτι μπορεί να μην κάνουν, ας πούμε, για το σούπερ μάρκετ, περιορίζοντας έτσι σε σημαντικό βαθμό και τη σπατάλη τροφίμων» εξήγησε στο περιοδικό «Mini Market & Μικρή Λιανική» ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, Ανδρέας Μεϊντανάς. «Έχουμε στοχεύσει σε φρέσκα προϊόντα και μικρούς Έλληνες παραγωγούς. Το κατάστημα τροφοδοτείται, μάλιστα, δύο φορές την ημέρα για τον λόγο αυτό, ώστε να μην υπάρχει ποτέ κάτι μπαγιάτικο. Αλλά και να μην υπάρχει σπατάλη. Γιατί να έχουμε 2 τόνους καρπούζια, αν πουλάμε 500;» τόνισε χαρακτηριστικά στο περιοδικό μας. Οι πελάτες του καταστήματος δε, φαίνεται να δείχνουν την προτίμησή τους στην ελληνικότητα των προϊόντων. «Οι πωλήσεις είναι διαρκώς αυξημένες. Οι χυμοί και οι σούπες μας έχουν ήδη μεγάλη ζήτηση, και αυτό είναι ενθαρρυντικό, ενώ και οι σαλάτες μας πουλάνε αρκετά, καθώς οι καταναλωτές ξέρουν ότι εδώ θα βρουν μόνο φρέσκα ελληνικά προϊόντα. Ψάχνουμε παρ’ όλα αυτά και νέους παραγωγούς σε όλη την Ελλάδα, για να ενισχύσουμε την γκάμα των προϊόντων μας» τόνισε στο περιοδικό μας ο κ. Μεϊντανάς.

Παντοπωλείο «Οι ρίζες μας» με πάνω από 500 ελληνικούς κωδικούς

Ο Κώστας και ο Γιάννης Λώλης είναι ιδιοκτήτες του παντοπωλείου «Οι ρίζες μας» επί της οδού Ζακύνθου στην Κυψέλη, το οποίο διαθέτει πάνω από 500 κωδικούς προϊόντων από περίπου 100 διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας. Οι ίδιοι γνωρίζουν άλλωστε καλά την ποιότητα των ελληνικών πρώτων υλών και επενδύουν σε αυτές. «Έχουμε σπουδάσει Τεχνολογία Τροφίμων και Γεωπονία, ενώ παρακολουθούμε διαρκώς και σεμινάρια γευσιγνωσίας, που μας οδήγησαν και στο άνοιγμα του παντοπωλείου μας. Ψάχνουμε διαρκώς για μικρούς Έλληνες παραγωγούς, είτε μέσω του διαδικτύου είτε μέσα από Εκθέσεις τροφίμων, όπου έχουμε τη δυνατότητα να δοκιμάζουμε οι ίδιοι τα προϊόντα» είπε στο περιοδικό «Mini Market & Μικρή Λιανική» ο Γιάννης Λώλης.

Τα τυροκομικά και τα αλλαντικά έχουν τη μεγαλύτερη ζήτηση στο εν λόγω παντοπωλείο, το οποίο κάνει ό,τι μπορεί για να αναδεικνύει τα προϊόντα του και την προέλευσή τους. «Σε συνεννόηση και με τους προμηθευτές μας πολλές φορές, βγάζουμε προϊόντα για να τα δοκιμάσουν οι πελάτες μας πριν τα βάλουμε στο ράφι και αρχίσουμε να τα πουλάμε. Προσπαθούμε να συστήνουμε στον κόσμο τι να αγοράσει με βάση τις δικές του προτιμήσεις, γιατί αυτό είναι το πλεονέκτημα των ελληνικών προϊόντων, η ποιότητά τους είναι πολύ πιο υψηλή απ’ ό,τι θα βρουν σε οποιοδήποτε σούπερ μάρκετ». Για τη ζήτηση των προϊόντων, ο κ. Λώλης είπε στο περιοδικό μας ότι «η γειτονιά μάς στηρίζει και πολλοί νέοι καταναλωτές είναι αυτοί που προτιμούν τα προϊόντα μας. Ειδικά οι γονείς μικρών παιδιών, που θέλουν κάτι καλύτερο για εκείνα και ξέρουν ότι εδώ θα βρουν τα καλύτερα τρόφιμα και όχι μόνο».

Ο ίδιος μας ανέφερε όμως και τις δυσκολίες του εγχειρήματος. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η διανομή, καθώς για να προμηθευτούμε τα προϊόντα, το κόστος είναι μεγάλο. Σε πολλές περιπτώσεις πηγαίνουμε εμείς για να παραλάβουμε, αλλά και πάλι το κόστος υπάρχει. Προσπαθούμε γενικά να βρίσκουμε λύσεις και με τους ίδιους τους παραγωγούς και με κάποιους μοιραζόμαστε τα έξοδα για να μπορούμε να έχουμε τιμές που θα επιτρέψουν και την πώληση των προϊόντων» μας εξήγησε.