Επιχειρήσεις

Ενδιαφέροντα συμπεράσματα προκύπτουν για τη λειτουργία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα με βάση τα ευρήματα της εξαμηνιαίας έρευνας της ΓΣΕΒΕΕ. 

Πιο συγκεκριμένα, όπως δείχνουν τα στοιχεία, πιο αισιόδοξες εμφανίζονται οι ΜμΕ το πρώτο εξάμηνο του 2023 σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο, ενώ σε ό,τι αφορά στην ρευστότητα και τα ταμειακά διαθέσιμα, από την χαρτογράφηση προκύπτει ότι καλύτερη εικόνα παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις σε νησιωτικές περιοχές. Το πιο σοβαρό πρόβλημα φαίνεται να αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις εστίασης.

Παράλληλα, το 49,1% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι αύξησε τις τιμές του το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Υπογραμμίζεται ότι, το ποσοστό αυτό αν και είναι μειωμένο σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του έτους (59,2%) κρίνεται ως εξαιρετικά υψηλό. Τα μεγαλύτερα ποσοστά επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι αύξησαν τις τιμές τους εντοπίζονται στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα το 64% των επιχειρήσεων με τζίρο πάνω από 300.000 ευρώ και το 58,6% των επιχειρήσεων με πάνω από 5 άτομα προσωπικό δήλωσαν ότι έκαναν αύξηση τιμών, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τις επιχειρήσεις με έως 50.000 ευρώ τζίρο και χωρίς προσωπικό είναι 33,9% και 38,7% αντίστοιχα. Σε κλαδικό επίπεδο είχαμε σαφώς μικρότερα ποσοστά επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές τους στους κλάδους των υπηρεσιών (36,7%) σε σχέση με τις επιχειρήσεις στην μεταποίηση (57,9%) και το εμπόριο (56,1%).

Οι αρνητικές επιπτώσεις των ανατιμήσεων για το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων που είχαν καταγραφεί στις 2 προηγούμενες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ συνεχίζονται αλλά με σημαντικά μειωμένη ένταση. Το δεύτερο εξάμηνο του 2022 αυξήθηκαν μεσοσταθμικά: το κόστος ενέργειας κατά 53,6%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 26,4%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 28,8% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 11,8%.

Επιπλέον, μειώνονται και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές. Το 36,9% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή, ποσοστό χαμηλότερο σε σχέση όχι μόνο με τις προηγούμενες έρευνες που έγιναν κατά τη διάρκεια της υγειονομικής και ενεργειακής κρίσης, αλλά και σε σύγκριση με τα προ πανδημίας στοιχεία (38,7% τον Φεβρουάριο του 2020).