Περίπτερα και ψιλικατζίδικα… αυτά τα τόσο δα μικρά μαγαζάκια των οποίων η μεγάλη ιστορία ξεκινά στο βασανισμένο παρελθόν της Ελλάδας. Πρόκειται για έναν υπεραιωνόβιο θεσμό που έχει χαρακτηρίσει την ελληνική κοινωνία για τουλάχιστον 100 χρόνια.

Της Ελένη Καραμπάτσου

Η πρώτη μορφή περιπτέρου σημειώνεται στο Ναύπλιο το 1828 με τα καπνοπωλεία, τα οποία αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους και στην Αθήνα. Σιγά-σιγά τα μικρά αυτά καπνοπωλεία πωλούσαν όλο και περισσότερα προϊόντα. Μάλιστα, μεταξύ αυτών διέθεταν το περιοδικό «Ίρις», το πρώτο φιλολογικό περιοδικό, το οποίο πωλούνταν για 25 λεπτά.

Αργότερα, από το 1889 μέχρι το 1897 με τον καταστροφικό πόλεμο με την Τουρκία, τα περίπτερα οφείλουν την εμφάνιση τους, αλλά και τον αυξανόμενο αριθμό τους στις επαρχίες και στην Αθήνα, στο γεγονός ότι προσφέρονται ως οικονομική βοήθεια στους πληγέντες του πολέμου. Υπό αυτήν τη σκέψη και μέριμνα συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια μετά η ανέγερση περιπτέρων, καθώς το 1922 το Υπουργείο Περιθάλψεως κατέθεσε νομοσχέδιο, σύμφωνα με το οποίο τα περίπτερα θα παραχωρούνται αποκλειστικά στην «Πανελλήνιον Ένωσιν Τραυματιών Πολέμου 1912-1921».

Ωστόσο, είχε ήδη ανεγερθεί το πρώτο περίπτερο στην Αθήνα, στην οδό Πανεπιστημίου. Το 1914, όλα τα περίπτερα αποκτούν ομοιομορφία στην όψη και στις διαστάσεις που ήταν 0,70χ0,70 μ. Τα προϊόντα που πωλούνται μέχρι τότε στα περίπτερα είναι περιορισμένα: εφημερίδες, χύμα τσιγάρα και λίγα ζαχαρώδη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, η όψη των περιπτέρων αλλάζει βάζοντας στα ράφια τους φύλλα τσίχλας με γεύση κανέλλας, μέντας, δυόσμου και Tutti Frutti, ζαχαρώδη ION, λεμονάδες και γκαζόζες της ΗΒΗ.

περίπτερα

Τη δεκαετία του 1950-1960, γνωστή για τη μεγάλη εσωτερική μετανάστευση, οι άνθρωποι αναζητούν εργασία και καλύτερη ζωή στις πόλεις. Επομένως, η ανάγκη για επικοινωνία με τις οικογένειες και τα αγαπημένα πρόσωπα, αποτελεί καθημερινή ανάγκη. Έτσι, από το 1950, τα περίπτερα προσφέρουν πλέον και την υπηρεσία του τηλεφώνου. Αρχικά με τα τηλέφωνα με τους μετρητές και ύστερα με τους κερματοδέκτες, καθώς η πολυτέλεια του τηλεφώνου σε κάθε σπίτι ξεχωριστά ήταν πολύ μακριά ακόμα.

Τα περίπτερα ήταν και παραμένουν μια αναπόσπαστη συνήθεια στην καθημερινότητα της ελληνικής κοινωνίας. Μια συνήθεια η οποία περίτεχνα αποτυπώνεται και στον ελληνικό κινηματογράφο. Σε πολλές ελληνικές ταινίες με αγαπημένους ηθοποιούς (Θανάσης Βέγγος, Γιώργος Καμπανέλλης, Λένα Κοψίνη, Silvana Pampanini, Γιώργος Παπαζήσης κ.α.) βλέπουμε απολαυστικά να εκτυλίσσονται σκηνές και ολόκληρες ιστορίες γύρω από ένα περίπτερο ή μέσα στα ελάχιστα τετραγωνικά του. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι: «Ο ερωτιάρης του γλυκού νερού», «Η άγνωστη της νύχτας», «Άσσοι του γηπέδου» κ.α.

περίπτερο

Στην ελληνική ταινία «Η Λίζα και η άλλη», βλέπουμε την Αλίκη Βουγιουκλάκη να υποδύεται ένα φτωχοκόριτσο που πουλάει ψιλικά, τα οποία μεταφέρει με το «δισκάκι» που έχει κρεμασμένο μπροστά της. Είναι αλήθεια, πως αυτή η μορφή περιπτέρου ήταν πολύ διαδεδομένη στη μεταπολεμική Ελλάδα και αποτυπώνεται έντεχνα στο τραγούδι του Νίκου Ξυλούρη «Ο Πραματευτής», που κυκλοφόρησε το 1977 σε στίχους και μουσική του Κώστα Μουντάκη. Οι πρώτοι στίχοι: «Κουβαρίστρες, βελονάκια, ψιλολόγια ένα σωρό πήρα δρόμους και σοκάκια την αγάπη μου να βρω».