Sugar Free Οι καταναλωτές ζητούν διαρκώς λιγότερη ζάχαρη και οι επιχειρήσεις τροφίμων και ποτών στρέφονται σε προϊόντα zero ή με στέβια, γεμίζοντας αντίστοιχα και τα ράφια στα μίνι μάρκετ και τη μικρή λιανική.

Της Ελένης Σαραντάκη

«Εξαφανίζεται» η ζάχαρη από την πλειοψηφία των προϊόντων

Sugar FreeΗ ζάχαρη έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε απαγορευτικό παράγοντα για την πώληση των προϊόντων, ειδικά στους νέους καταναλωτές που προσέχουν τη διατροφή τους και επιλέγουν πιο υγιεινά τρόφιμα και ποτά. Η τάση των sugar-free είναι πλέον κυρίαρχη στην αγορά κάτι που φαίνεται και από τα νέα λανσαρίσματα σε όλες τις κατηγορίες, καθώς είναι πλέον ελάχιστες οι εταιρείες που επενδύουν σε καινούργια προϊόντα με ζάχαρη. Αντίθετα, τα sugar-free, τα zero και τα προϊόντα με μειωμένη ζάχαρη ή στέβια έχουν αρχίσει να μετατρέπονται πια σε πλειοψηφία στην αγορά και, σίγουρα, θα αποτελέσουν το μέλλον για τα ράφια των σούπερ και μίνι μάρκετ.

Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς μάλιστα, πάνω από το 30% των προϊόντων που εισάγονται την τελευταία διετία, ειδικά στα ροφήματα, αφορούν κωδικούς με λιγότερη ή καθόλου ζάχαρη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε πριν λίγα χρόνια το λανσάρισμα του βιταμινούχου νερού Cοοlvit, το οποίο, μετά το σχετικό feedback στην εταιρεία, οδήγησε στο επαναλανσάρισμά του μέσα σε λίγους μήνες, με μοναδική διαφορά την πλήρη απουσία ζάχαρης στο νέο προϊόν.

Η ετικέτα «χωρίς ζάχαρη» αντιστάθηκε και στον κορωνοϊό

Η τάση για sugar-free προϊόντα δεν επηρεάστηκε σημαντικά ούτε από τα νέα δεδομένα που έφερε στην κατανάλωση η πανδημία του κορωνοϊού. Τα πρώτα στοιχεία έδειξαν μία αύξηση στην κατανάλωση ζάχαρης κατά τη διάρκεια της καραντίνας, αλλά η… κανονικότητα επέστρεψε σύντομα και στη χώρα μας. Παραμένοντας σταθερά στο σπίτι για αρκετές εβδομάδες, πολλοί καταναλωτές ασχολήθηκαν περισσότερο με τη ζαχαροπλαστική και στράφηκαν στην αγορά γλυκών σνακ και, γενικότερα, πιο ανθυγιεινών προϊόντων που περιέχουν ζάχαρη.

Παρ’ όλα αυτά, στις πρόσφατες έρευνες συνάγεται το συμπέρασμα ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων τρέφεται πια περισσότερο υγιεινά σε σχέση με την προ κορωνοϊού κρίση, αλλά και όσοι υιοθέτησαν ανθυγιεινές συνήθειες αναμένεται να τις αποβάλουν στο προσεχές διάστημα, αφού τελείωσε η περίοδος της καραντίνας. Λόγω του γρήγορου και αγχωτικού ρυθμού της καθημερινότητας, που αργά ή γρήγορα θα επιστρέψει μετά τον περιορισμό της πανδημίας στην on-the-go κατανάλωση, τα υγιεινά και θρεπτικά σνακ, όπως οι μπάρες δημητριακών, δεν προβλέπεται να χάσουν τη δυναμική τους. Ταυτόχρονα, τα προϊόντα με ζάχαρη χάνουν σταθερά έδαφος, από τη στιγμή που η νέα γενιά Ελλήνων έχει εκπαιδευτεί να τρέφεται πιο σωστά και αναζητά προϊόντα με την ετικέτα «χωρίς».

Όλο και περισσότερες βιομηχανίες τροφίμων και ποτών στρέφονται σε προϊόντα χωρίς ζάχαρη, διαμορφώνοντας σχετικά και τα ράφια της μικρής λιανικής.

Κόβουν τη ζάχαρη και οι γαλακτοβιομηχανίες

Η εκτίναξη της ζήτησης προϊόντων χωρίς ζάχαρη έχει οδηγήσει και σε αντίστοιχες κινήσεις από τις επιχειρήσεις στον τομέα των τροφίμων και των ποτών. Πριν από μερικά χρόνια, ο ίδιος ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Αναψυκτικών (ΣΕΒΑ) ανέλαβε εθελοντική δέσμευση για μείωση κατά 10% της ζάχαρης σε ανθρακούχα και μη ανθρακούχα αναψυκτικά, παγωμένο τσάι, προϊόντα έτοιμου καφέ και αθλητικά και ενεργειακά ποτά των εταιρειών-μελών του, ακολουθώντας τη σχετική παγκόσμια τάση. Το ίδιο φαίνεται όμως να συμβαίνει τον τελευταίο καιρό και στον τομέα του γάλακτος, με τις γαλακτοβιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα να λαμβάνουν σχετικές πρωτοβουλίες. Πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η Κρι Κρι, η οποία και ανακοίνωσε την εφαρμογή νέων τακτικών για τη μείωση της ζάχαρης σε όλα της τα προϊόντα, διατηρώντας την υψηλή διατροφική τους αξία.

Ήδη, μάλιστα, μεταξύ των αλλαγών καταγράφεται το επαναλανσάρισμα της  νέας σειράς προϊόντων «Κρι Κρι» επιδόρπια γιαουρτιού με φρούτα, με 26% λιγότερη ζάχαρη, χαμηλά λιπαρά και λιγότερες θερμίδες, τα οποία δεν περιέχουν χρωστικές ουσίες και συντηρητικά. Επιπλέον, έγινε μείωση από 13% έως 35% στα συνολικά σάκχαρα, ανάλογα με την προϊοντική κατηγορία, σε όλα τα προϊόντα Κρι Κρι Kids επιδόρπια γιαουρτιού, που παρασκευάζονται αποκλειστικά από 100% ελληνικό γάλα ημέρας, χωρίς χρωστικές ουσίες και συντηρητικά. Ανάλογες κινήσεις έχουν δρομολογήσει όμως και άλλες γνωστές γαλακτοβιομηχανίες της Ελλάδας, όπως η Όλυμπος, η Μεβγάλ και η Δέλτα, παρουσιάζοντας προϊόντα με μειωμένη ζάχαρη και χαμηλά λιπαρά.

Στα sugar-free επενδύουν και κορυφαία brand στα μπισκότα

Sugar FreeΤα γλυκά σνακ αποτελούν παραδοσιακά μια κατηγορία τροφίμων ζωτικής σημασίας για τα καταστήματα της μικρής λιανικής. Εν μέσω πανδημίας, μάλιστα, υπήρξε αυξημένη ζήτηση σε σοκολάτες, μπισκότα και συναφή είδη, καθώς η πολύμηνη παραμονή των Ελλήνων εντός της οικίας ευνόησε την κατανάλωση προϊόντων που ενισχύουν την ψυχολογία. Ειδικά στην κατηγορία των μπισκότων, αύξηση στις πωλήσεις τους είδαν τον τελευταίο χρόνο και οι μεγάλες μπισκοτοποιίες της χώρας, με τις εταιρείες Βιολάντα, Μπισκότα Παπαδοπούλου και Elbisco να παρουσιάζουν νέα προϊόντα παρά τις ανακατατάξεις που προκάλεσε η πανδημία, εστιάζοντας επίσης στον περιορισμό της ζάχαρης.

Πιο συγκεκριμένα, οι κωδικοί στην πλειοψηφία τους ακολουθούν τις σύγχρονες διατροφικές τάσεις. Η Βιολάντα, για παράδειγμα, πρόσφατα λάνσαρε μπισκότα Digestive στους τύπους 100% Ολικής Άλεσης, Κακάο και 0% Ζάχαρη, δίνοντας επιλογές γλυκών σνακ που ακολουθούν το πρότυπο της υγιεινής διατροφής. Με νέους κωδικούς χωρίς ζάχαρη επέκτεινε το χαρτοφυλάκιό της το τελευταίο χρονικό διάστημα και η γνωστή μπισκοτοποιία Παπαδοπούλου. Εκτός από τις 2 νέες γεύσεις μπισκότων βρώμης που πρόσφατα προστέθηκαν στα ράφια, μεγάλωσε και η γκάμα των μπισκότων ΠΤΙ-ΜΠΕΡ με έναν κωδικό Χωρίς Προσθήκη Ζάχαρης. Σε υγιεινούς κωδικούς επενδύει και η Elbisco, η οποία έχει διευρύνει τη σειρά μπισκότων Αλλατίνη με τα Cookie με Βρώμη και 30% λιγότερη ζάχαρη σε δύο νέες γεύσεις με σοκολάτα.

Η Cola Zero δείχνει τον δρόμο

Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα της δυναμικής των προϊόντων χωρίς ζάχαρη, πάντως, αποτελεί η νέα μάχη που έχει ανοίξει στην κατηγορία των αναψυκτικών τύπου cola. Η συγκεκριμένη αγορά φέρεται να έχει εκτοξευθεί κατά πάνω από 50% την τελευταία πενταετία και οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην εγχώρια αγορά έχουν εντείνει τις προσπάθειές τους για να αυξήσουν τα μερίδιά τους. Ναυαρχίδα του… πολέμου, λοιπόν, φαίνεται ότι είναι η Cola Zero, με μηδενική ζάχαρη και θερμίδες, αφού έχει ήδη αναδειχθεί νούμερο ένα προϊόν της αγοράς. Σύμφωνα με στελέχη της ελληνικής βιομηχανίας Βίκος, σχεδόν 1 στους 3 καταναλωτές που αγοράζουν Cola, επιλέγουν Cola Zero Sugar, γεγονός που οδήγησε την εταιρεία σε νέα σχετική προώθησή της.

Sugar FreeΜετά από δύο χρόνια ενδελεχούς έρευνας και ανάπτυξης R&D, η Βίκος παρουσίασε τη Βίκος Cola Zero Sugar, η οποία είναι ήδη διαθέσιμη για τα ψυγεία των μίνι μάρκετ και της μικρής λιανικής. Πρόκειται για ένα προϊόν υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών, μοναδικό στη σύστασή του αλλά και φθηνό σε σχέση με άλλα αντίστοιχα προϊόντα στο ράφι.Την ίδια ώρα όμως, ακόμη και το κυρίαρχο brand της Coca Cola προχώρησε σε επαναλανσάρισμα της Coca Cola Zero για την καλύτερη δυνατή τοποθέτησή της στην αγορά. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της εταιρείας «τα συστατικά του γνωστού αναψυκτικού παραμένουν τα ίδια, και το μόνο που αλλάζει είναι το μείγμα των αρωματικών υλών, προκειμένου να προσφέρει στους καταναλωτές ένα προϊόν πιο κοντά στην αυθεντική Coca-Cola Original Taste, χωρίς ζάχαρη και θερμίδες». Η Coca Cola άλλαξε μάλιστα και τη συσκευασία της Coca Cola Zero, με το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα της μάρκας να κυριαρχεί στη συσκευασία και το λογότυπό της να είναι πια μαύρο, ώστε να είναι πιο εύκολα διακριτό ότι πρόκειται για τη νέα Coca-Cola Zero.

Κερδισμένη και η στέβια

Οι εναλλακτικές γλυκαντικές πηγές, όπως είναι η στέβια, φαίνεται ότι κερδίζουν έδαφος τα τελευταία χρόνια στη βιομηχανία τροφίμων, με το 28% του κοινού να τις επιλέγει, αποφεύγοντας τη ζάχαρη. Παράλληλα, ένα 38% δηλώνει ότι γενικότερα αποφεύγει την κατανάλωση γλυκών και ζάχαρης, φτάνοντας το συνολικό ποσοστό, έτσι, στο 66%, ενώ μία μειοψηφία πλέον παραμένει αφοσιωμένη στην παραδοσιακή κρυσταλλική επιλογή. Οι παγκόσμιες πωλήσεις της στέβια, μάλιστα, προβλέπεται σχεδόν να διπλασιαστούν σε 736 εκατ. ευρώ έως το 2024, σύμφωνα με μελέτη της συμβουλευτικής εταιρείας Research and Markets, μετατρέποντάς τη σε βιομηχανία με τεράστια περιθώρια ανάπτυξης.