Αρκετή ανησυχία για την ασπαρτάμη επικρατούσε και στα καταστήματα της μικρής λιανικής το τελευταίο διάστημα, καθώς πρόκειται για ένα γλυκαντικό που περιέχεται σε πολλά προϊόντα, όπως τα αναψυκτικά, οι τσίχλες κ.λ.π.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε ότι η ασπαρτάμη είναι «πιθανόν καρκινογόνα για τον άνθρωπο», ωστόσο η συνιστώμενη ημερήσια δόση που χαρακτηρίζεται ακίνδυνη δεν μεταβάλλεται.

«Δεν συνιστούμε σε επιχειρήσεις να αποσύρουν τα προϊόντα τους, ούτε συνιστούμε στους καταναλωτές να σταματήσουν τελείως» να την καταναλώνουν, ανέφερε ο Δρ. Φραντσέκο Μπράνκα, διευθυντής του τμήματος διατροφής, υγείας και ανάπτυξης στον ΠΟΥ, παρουσιάζοντας τα ευρήματα δύο μελετών για το γλυκαντικό αυτό κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.

Για τον Πολ Φάροα, καθηγητή επιδημιολογίας του καρκίνου στο ιατρικό κέντρο Cedars-Sinai του Λος Άντζελες, «το ευρύ κοινό δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τον κίνδυνο καρκίνου που συνδέεται με οποιοδήποτε χημικό προϊόν ενταγμένο στην ομάδα 2B». Στην ίδια ομάδα συγκαταλέγονται το εκχύλισμα της aloe vera και το καφεϊκό οξύ, πρόσθεσε.

Η μεικτή επιτροπή εμπειρογνωμόνων για τα πρόσθετα τροφίμων του ΠΟΥ και του FAO (του οργανισμού τροφίμων και γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών) συνεδρίασε από την 27η Ιουνίου ως την 6η Ιουλίου για να αποτιμήσει τους κινδύνους που συνδέονται με κατανάλωση ασπαρτάμης.

Συμπέρανε πως τα δεδομένα που εξετάστηκαν δεν δικαιολογούν επαρκώς την μεταβολή της επιτρεπτής ημερήσιας δόσης που ορίστηκε το 1981, δηλαδή τα 40 μιλιγκράμ το μέγιστο ανά κιλό σωματικού βάρους· μπορεί κανείς να καταναλώνει ασπαρτάμη «χωρίς κίνδυνο» εντός αυτού του ορίου.

Καθώς το κουτί ανθρακούχου αναψυκτικού «λάιτ» περιέχει 200 ως 300 γραμμάρια αυτού του γλυκαντικού, οποιοδήποτε ενήλικο πρόσωπο με σωματικό βάρος 70 κιλά θα πρέπει να καταναλώνει από 9 ως 14 κουτιά την ημέρα για να ξεπεράσει την επιτρεπτή ημερήσια δόση, αν υποτεθεί πως δεν προσλαμβάνει ασπαρτάμη από άλλα είδη διατροφής.

«Το πρόβλημα είναι όσοι κάνουν μεγάλη κατανάλωση» προϊόντων που περιέχουν ασπαρτάμη, πρόσθεσε, όμως «τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι η περιστασιακή κατανάλωση δεν εγείρει κίνδυνο».