Περισσότεροι από τους μισούς Έλληνες καταναλωτές ενδιαφέρονται για την προστασία του περιβάλλοντος όταν αγοράζουν τρόφιμα, ωστόσο μόνο ένας στους επτά είναι διατεθειμένος να δώσει επιπλέον χρήματα για να υποστηρίξει οικολογικές πρακτικές. Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα από πανελλαδική έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ).
Η έρευνα εστιάζει στις αντιλήψεις και τις επιλογές των καταναλωτών σε σχέση με τη φιλικότητα των προϊόντων προς το περιβάλλον — από την παραγωγή και τη συσκευασία έως τη λιανική πώληση. Δύο στους τρεις συμμετέχοντες δηλώνουν ότι θεωρούν σημαντική την περιβαλλοντική διάσταση των προϊόντων που αγοράζουν. Υπάρχει σαφής προτίμηση σε πρακτικές που περιορίζουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, όπως η μείωση της χρήσης πλαστικού στις συσκευασίες (57%), η επιλογή προϊόντων με χαμηλότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις (63%) και η στροφή προς παραγωγικές μεθόδους φιλικές προς το περιβάλλον (65%).
Ωστόσο, όταν το ζήτημα μεταφέρεται στην οικονομική διάσταση, η στάση των καταναλωτών διαφοροποιείται. Μόλις το 17% δηλώνει ότι είναι πρόθυμο να πληρώσει περισσότερα για προϊόντα που δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον ή για ψώνια από καταστήματα με περιβαλλοντική ευαισθησία. Επιπλέον, 37% δηλώνουν ότι, αν είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο ίδια προϊόντα –εκ των οποίων μόνο το ένα είναι περιβαλλοντικά φιλικό– θα προτιμούσαν το φθηνότερο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει πως υψηλότερη είναι η πρόθεση πληρωμής για προϊόντα που δεν σχετίζονται με κακοποίηση ζώων (39%).
Η οικονομική ευαισθησία αποτυπώνεται και στον περιορισμό της σπατάλης τροφίμων. Η αποφυγή της σπατάλης αποτελεί έμμεση περιβαλλοντική πρακτική, καθώς μειώνει την ανάγκη για υπερπαραγωγή και τις αντίστοιχες επιβαρύνσεις σε ενέργεια, νερό και εκπομπές αερίων. Το 59% των νοικοκυριών αναφέρει ότι πετά ένα μέρος των τροφίμων που αγοράζει, ενώ το υπόλοιπο 41% δηλώνει πως δεν πετάει καθόλου. Αν και τα ποσοστά φαίνονται συγκρατημένα, οι ερευνητές υπενθυμίζουν ότι οι καταναλωτές συχνά υποεκτιμούν την πραγματική σπατάλη λόγω κοινωνικών πιέσεων. Η μέση σπατάλη τροφίμων υπολογίζεται στα 40 κιλά ή πάνω από 150 ευρώ τον χρόνο ανά νοικοκυριό – ποσοστό που αντιστοιχεί περίπου στο 3,3% της ετήσιας κατανάλωσης.
Ενδεικτικό του πώς αντιλαμβάνονται οι καταναλωτές το φαινόμενο είναι ότι μόνο 11% θεωρεί ότι το νοικοκυριό του σπαταλά μεγάλη ποσότητα τροφίμων, ενώ το 94% αισθάνεται τύψεις όταν πετάει φαγητό. Οι βασικές αιτίες που εντοπίζονται είναι η κακή διαχείριση των υπολειμμάτων (51%) και η αγορά περισσότερων προϊόντων απ’ όσα είναι απαραίτητα (33%).
Γενικά, τα ευρήματα της έρευνας υποδεικνύουν πως, παρότι υπάρχει μια οικολογική διάθεση, η πραγματική συμπεριφορά καθορίζεται κυρίως από οικονομικούς παράγοντες. Η πίεση που ασκείται στα νοικοκυριά αφήνει πίσω την περιβαλλοντική συνείδηση, δημιουργώντας προκλήσεις για τις μελλοντικές στρατηγικές βιώσιμης κατανάλωσης και παραγωγής.