Ο κλάδος των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών παραμένει θεσμικά εγκλωβισμένος, με τη μεγαλύτερη πρόκληση να αποτελεί η ολοκλήρωση του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού Υδατοκαλλιεργειών (ΕΠΧΣΑΑΥ). Από το 2011 μέχρι σήμερα, μόλις 7 από τις 23 υποβληθείσες αιτήσεις ΠΟΑΥ έχουν θεσμοθετηθεί, παρά τις συνεχείς παρατάσεις. Η καθυστέρηση αυτή υπονομεύει την ανάπτυξη, τη διαφάνεια στις διαδικασίες αδειοδότησης και την εμπιστοσύνη των επενδυτών, δυσχεραίνοντας παράλληλα την εποπτεία των μονάδων και την προώθηση νέων επενδύσεων.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), Απόστολο Τουραλιά, η δέσμευση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη από τη ΔΕΘ για την ολοκλήρωση των ειδικών χωροταξικών πλαισίων αποτελεί θετική εξέλιξη και οδηγό για την ουσιαστική προώθηση των αναγκαίων ενεργειών από το αρμόδιο υπουργείο.
Παρά τις προκλήσεις, οι ελληνικές επιχειρήσεις απέδειξαν το 2024 την ανθεκτικότητά τους, παραμένοντας ανταγωνιστικές στις διεθνείς αγορές. Η συνολική παραγωγή μεσογειακών ιχθύων ανήλθε σε 123.000 τόνους (-7% σε σχέση με το 2023), ενώ η αξία πωλήσεων αυξήθηκε κατά 1%, στα 768,4 εκατ. ευρώ. Η τσιπούρα και το λαβράκι αποτελούν το 93% της παραγωγής, με παραγωγή 114.500 τόνους συνολικής αξίας 721,7 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας μικρή πτώση σε όγκο αλλά αύξηση στις τιμές πώλησης.
Οι εξαγωγές, αν και μειωμένες κατά 6% το 2024, συνέβαλαν θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, με μέσες τιμές ανά κιλό που σημείωσαν ρεκόρ δεκαετίας (6,14 €/kg τσιπούρα, 6,47 €/kg λαβράκι). Το 2025 η παραγωγή και οι εξαγωγές αναμένεται να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα, με σταθερές τιμές και βελτιωμένο κόστος παραγωγής λόγω αποπληθωριστικών τάσεων στις πρώτες ύλες.
Ο ανταγωνισμός προέρχεται κυρίως από την Τουρκία, η οποία πλέον παράγει περισσότερη τσιπούρα και λαβράκι από ολόκληρη την ΕΕ, και δραστηριοποιείται και στην Ελλάδα για πρόσβαση σε εμπορικά δίκτυα. Παράλληλα, ο κλάδος συνεχίζει τις επενδύσεις του μέσω των προγραμμάτων ΕΠΑΛΘ 2014-2020 και ΠΑΛΥΘ 2021-2027, εστιάζοντας στον εκσυγχρονισμό, την αειφορία και την αύξηση παραγωγής.
Το 2024 δραστηριοποιήθηκαν 73 εταιρείες και όμιλοι με 285 μονάδες εκτροφής, εκ των οποίων σχεδόν το 60% είναι μικρομεσαίες και οικογενειακές. Οι περισσότερες μονάδες συγκεντρώνονται σε τρεις αποκεντρωμένες διοικήσεις (Πελοπόννησος – Δυτ. Ελλάδα & Ιόνιο, Θεσσαλία – Στερεά Ελλάδα, Αιγαίο), καλύπτοντας σχεδόν το 82% της ελληνικής παραγωγής και δημιουργώντας χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Συμπερασματικά, παρά τις θεσμικές εκκρεμότητες και τις καθυστερήσεις, η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια παραμένει ένας δυναμικός και εξαγωγικός κλάδος, ελκυστικός για επενδυτές και στρατηγικά σημαντικός για την ελληνική οικονομία, με ισχυρή προοπτική για βιώσιμη ανάπτυξη.
















