Η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται ψηλά στη λίστα με τις χώρες που έχουν τα πιο ακριβά οινοπνευματώδη ποτά (αλκοολούχα, μπύρα, οίνος) και ο Σύνδεσμος Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων & Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΟΑΠ) κατέθεσε μία σειρά από προτάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής (Eurostat, Ιούνιος 2025) που επεξεργάσθηκε και παρουσίασε ο ΣΕΑΟΠ, η Ελλάδα είναι η 3η πιο ακριβή μεταξύ των κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πιο συγκεκριμένα και σε σχετική ανακοίνωση ο ΣΕΟΑΠ αναφέρει τα εξής: Το 2024, τα επίπεδα λιανικής τιμής πώλησης των οινοπνευματωδών ποτών στην Ευρώπη, διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών. Τα αποτελέσματα της έρευνας εκφράζονται σε δείκτες τιμών, τα οποία παρέχουν σύγκριση των επιπέδων τιμών των χωρών σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με την Eurostat τα επίπεδα τιμών στα οινοπνευματώδη ποτά ήταν κατά τρεισήμισι φορές υψηλότερα στην Ιρλανδία, την ακριβότερη χώρα το 2024 (με δείκτη 285), σε σύγκριση με την Ιταλία την πιο φθηνή (με δείκτη τιμών 83,9). Αυτή η μεγάλη διακύμανση τιμών δεν προκαλεί εντύπωση καθώς οφείλεται στις μεγάλες διαφορές στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στις 36 χώρες.
Ακριβότερη από τις 36 χώρες, στα ποτά με αλκοόλη ήταν η Ισλανδία, με τιμές 185% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (δείκτης τιμών 285,1), ακολουθεί η Νορβηγία με δείκτη τιμών 225,8, (κατά 102,2% υψηλότερο από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο) και η Φιλανδία με δείκτη τιμών 210,4 που είναι η ακριβότερη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα χαμηλότερα επίπεδα τιμών, καταγράφηκαν στην Ιταλία με δείκτη τιμών 83,9 (16% κάτω του μέσου κοινοτικού όρου), τη Γερμανία με δείκτη 86,7 (12% κάτω του μέσου όρου της ΕΕ-27) και την Αυστρία με δείκτη τιμών 89,7.
Επίπεδα τιμών το 2024 και η θέση της Ελλάδα
Είναι η 3η πιο ακριβή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, με δείκτη τιμών 154 (κατά 54% υψηλότερα από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο).
Είναι η ακριβότερη χώρα μεταξύ των μεσογειακών και τουριστικά ανταγωνιστικών χωρών όπως η Κροατία (με 125,6), η Μάλτα (με 125,3), η Κύπρος (με 119,2), η Πορτογαλία (με 109,1), η Γαλλία (με 102,3), η Ισπανία (με 90,5) και η Ιταλία (με 83,9).
Βρίσκεται στην 6η θέση μεταξύ των 36 χωρών (συμπεριλαμβανομένων τόσο των χωρών της ΕΖΕΣ /Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών, των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων και της Τουρκίας). Αξίζει εδώ, να επισημανθεί ότι προηγούνται, οι βόρειες χώρες και η Τουρκία, που αντιμετωπίζουν διαφορετικά το θέμα του αλκοόλ.
Η θέση αυτή της Ελλάδα, προφανώς εξηγείται από τον πολύ υψηλό Ειδικό φόρο Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) των αλκοολούχων ποτών που ισχύει στη χώρα μας και το ΦΠΑ, τιμές που ανεβάζουν σημαντικά το κόστος για τον τελικό καταναλωτή, δημιουργώντας παράλληλα κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του παράνομου εμπορίου.
Η υπερφορολόγηση των αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα
Η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο ΕΦΚ αλκοολούχων ποτών στην Ε.Ε., σε όρους αγοραστικής δύναμης.
Ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης των αλκοολούχων ποτών (σε απόλυτες τιμές) είναι κατά 35% υψηλότερος του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε σύγκριση με χώρες που προσφέρουν αντίστοιχο τουριστικό προϊόν, η Ελλάδα έχει κατά €1.190 υψηλότερο ΕΦΚ από τη Μάλτα, €651 υψηλότερο από τη Γαλλία και πάνω από €1.500 από Ιταλία, Ισπανία Κροατία και Κύπρο.
Η υψηλή τιμή των ποτών, αποτελεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα για το τουριστικό προϊόν για τη χώρα και πριμοδοτεί το λαθρεμπόριο από τις γειτονικές χώρες.
Όπως επισημαίνει ο Σ.Ε.Α.Ο.Π., ο Ε.Φ.Κ. τα τελευταία χρόνια, (μετά τις διαδοχικές αυξήσεις) αντιστοιχεί στο 1/3 της τελικής τιμής των αλκοολούχων ποτών, ενώ συνδυαστικά με το Φ.Π.Α, οι φόροι αποτελούν το 55% της τελικής τιμής ενός τυπικού αλκοολούχου ποτού. (50% στο τσίπουρο & την τσικουδιά και 57% στο ούζο).
Ενδεικτικό των επιπτώσεων που είχαν στις τιμές οι διαδοχικές αυξήσεις του ΕΦΚ και του ΦΠΑ είναι το γεγονός ότι το 2009, στην Ελλάδα οι τιμές ήταν κατά 8% υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ το 2024 είναι κατά 54% πιο υψηλά, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην τρίτη υψηλότερη θέση το 2024 μεταξύ των χωρών της ΕΕ 27.
Οι προτάσεις του ΣΕΟΑΠ
Με βάση όλα τα παραπάνω ο Σ.Ε.Α.Ο.Π., προτείνει τη σταδιακή προσαρμογή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης των αλκοολούχων ποτών σε βάθος τριετίας στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μέτρο το οποίο είναι δημοσιονομικά ουδέτερο ή και θετικό (Μελέτη ΙΟΒΕ Φεβρουάριος 2024:Ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα – «Οικονομικές επιδράσεις από τη μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα αλκοολούχα ποτά»), καθώς αναμένεται :
να αποτελέσει ανάχωμα στις πληθωριστικές πιέσεις,
να οδηγήσει σε μείωση των τελικών τιμών καταναλωτή,
να περιορίσει τα φαινόμενα λαθρεμπορίου και της φοροδιαφυγής,
να ενισχύσει τη ρευστότητα και την δυναμική των επιχειρήσεων παραγωγής αποσταγμάτων (καθώς θα απελευθερωθούν κεφαλαία για επενδύσεις στην έρευνα την καινοτομία, και το marketing) .
να εξυγιάνει τον ανταγωνισμό στον κλάδο και την εφοδιαστική του αλυσίδα.
να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος της χώρας.