Τα στελέχη των σούπερ μάρκετ προβλέπουν συνέχιση της μείωσης του όγκου πωλήσεων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, η οποία συνδέεται με την επίδραση των ανατιμήσεων στη ζήτηση.

Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα τάσεων στο λιανεμπόριο των FMCG του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), αναμένεται μια μικρή μείωση του όγκου πωλήσεων κατά 1,3% κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024 σε σύγκριση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023. Παράλληλα, προβλέπεται αύξηση της αξίας των πωλήσεων κατά 1,6% κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, αναμένεται ότι το οικονομικό κλίμα θα παραμείνει θετικό.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 130 ανώτερων στελεχών επιχειρήσεων λιανεμπορίου και προμηθευτών των FMCG. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το 62% των ερωτηθέντων προβλέπουν αύξηση της αξίας των πωλήσεων του κλάδου το επόμενο εξάμηνο, ενώ το 15% προβλέπει μείωση. Κατά μέσο όρο, οι συμμετέχοντες εκτιμούν ότι θα υπάρξει αύξηση της τάξης του 1,6% στις πωλήσεις σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.

Ωστόσο, προβλέπεται μια μικρή μείωση του όγκου πωλήσεων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, πιθανότατα λόγω των πληθωριστικών τάσεων που επηρεάζουν αρνητικά τις καταναλωτικές συνήθειες, με τους καταναλωτές να προσαρμόζουν τη δαπάνη τους στα επίπεδα των τιμών.

Κατά τον Ιανουάριο του 2024, το 35% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η οικονομική κατάσταση του προηγούμενου εξαμήνου βελτιώθηκε, ενώ το 38% θεωρεί ότι χειροτέρευσε. Αυτή η μέτρηση είναι η τρίτη καλύτερη από τον Ιανουάριο του 2017, που αποτελεί το χρονικό πλαίσιο της μελέτης, και η καλύτερη των τελευταίων τριών ετών.

Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων (58%) αναμένει καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την κερδοφορία τους το 2024, ενώ το 17% προβλέπει χειρότερα αποτελέσματα. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις είτε δεν έχουν ακόμα σαφή εικόνα είτε δεν προβλέπουν μεταβολή. Πρακτικά, το 70% των επιχειρήσεων του κλάδου του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας τροφίμων αναμένουν κάποια μικρή κερδοφορία το 2024, ενώ λιγότερες από το 10% προβλέπουν ζημιές.

Οι παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά τις αυξήσεις τιμών σύμφωνα με τα στελέχη του κλάδου είναι: το κόστος μεταφορικών (85%), οι διεθνείς τιμές πρώτων υλών (75%), το κόστος ενέργειας (60%), το εργασιακό κόστος (59%), οι νομοθετικές ρυθμίσεις της πολιτείας (55%) και το κόστος χρήματος (53%). Όπως σημειώνεται «τα στοιχεία αυτά δείχνουν την μεγάλη ένταση των πληθωριστικών πιέσεων και την πολυπλοκότητα αντιμετώπισης του φαινομένου, λόγω των πολλαπλών παραγόντων που επιδρούν στις τιμές».