Νέα τάση τα vegan σνακ

Τα υποκατάστατα κρέατος δεν είναι, όμως, η μόνη ομάδα προϊόντων, που έχει διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση, καθώς τα vegan σνακ φαίνεται να ακολουθούν παρόμοιο ρυθμό ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο. Ήδη στη μεγαλύτερη αγορά του κόσμου, τις ΗΠΑ, έχουν κάνει την εμφάνισή τους δεκάδες κωδικοί διαφορετικών ειδών σνακ, που απευθύνονται αποκλειστικά σε καταναλωτές vegan, με πρωταγωνιστές στην κατηγορία τα γαριδάκια και τα πατατάκια που δεν περιέχουν ζωικά συστατικά. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η σειρά Rob’s, η οποία περιλαμβάνει προϊόντα vegan, όπως τα Cheddar paffs, που παράγονται με Vegan τυρί τσένταρ και τα Cauliflower Puffs, με βασικό συστατικό το κουνουπίδι.

Αυξανόμενη είναι η ζήτηση σε υποκατάστατα κρέατος, όπως τα λουκάνικα, τα μπιφτέκια, το μπέικον, τα σνίτσελ και οι κοτομπουκιές, που εύκολα μπορούν να τοποθετηθούν και στα ψυγεία ενός μίνι μάρκετ.

Στην Ελλάδα, τέτοιου είδους προϊόντα κάνουν τα πρώτα «βήματά» τους στα καταστήματα μικρής λιανικής, οπότε οι καταναλωτές καταφεύγουν, συνήθως, στις online αγορές, προκειμένου να τα προμηθευτούν. Είναι δεδομένο, όμως, ότι σύντομα θα καταλαμβάνουν υπολογίσιμο κομμάτι και στην εθνική αγορά. Σίγουρα αποτελούν μια καινοτόμο επιλογή για τους Έλληνες καταναλωτές, που μπορεί να αυξήσει τα έσοδα σε ένα κατάστημα μίνι μάρκετ ή ψιλικών. Με την αγορά να αλλάζει άλλωστε διαρκώς, θα πρέπει αντίστοιχα να διαμορφώνεται κι η γκάμα των προϊόντων στα ράφια. Η γενικότερη τάση, μάλιστα, υποδεικνύει ότι ο χορτοφάγος πελάτης προτιμά να πληρώσει κάτι παραπάνω στο κατάστημα που επισκέπτεται και να αγοράσει ένα υγιεινό προϊόν, παρά να δώσει λιγότερα χρήματα για ένα τρόφιμο κακής ποιότητας.

Μεγάλο περιθώριο κέρδους

Μεγάλη συζήτηση γίνεται γενικά και για το κόστος των συγκεκριμένων προϊόντων, αφού μια ματιά στην αγορά είναι αρκετή, για να διαπιστωθεί ότι οι vegan επιλογές έχουν υψηλότερο κόστος σε σχέση με τα συμβατικά προϊόντα. Σύμφωνα με τους ιδιοκτήτες που διαθέτουν εξειδικευμένα καταστήματα για vegan, η υψηλότερη ποιότητα των προϊόντων είναι λογικό να αυξάνει και την τιμή. Κι ενώ το κόστος των ειδικών προϊόντων είναι υψηλό, δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί υπερβολικό. Για παράδειγμα, ένα πακέτο μακαρόνια στο σούπερ μάρκετ μπορεί να κοστίζει λίγο λιγότερο από 1 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο vegan προϊόν ανέρχεται περίπου στο 1,5 ευρώ.

Ο καταναλωτής γνωρίζει εκ των προτέρων ότι τα vegan προϊόντα θα του στοιχίσουν περισσότερο, αφού δίνει έμφαση στην ποιότητα.

Πλέον, όμως, οι πελάτες, ειδικά οι γονείς, προτιμούν να δώσουν 3,5-4 ευρώ, για να πάρουν μια θρεπτική κέτσαπ για τα παιδιά τους, από το να δώσουν τα μισά για ένα προϊόν γεμάτο ζάχαρη, χωρίς θρεπτικά συστατικά, όπως δήλωσε στο περιοδικό «Mini Market & Μικρή Λιανική» ο κ. Φώτης Πατίκας, ιδιοκτήτης του Bamboo Vegan shop. Κάπως έτσι δίνεται η δυνατότητα στα καταστήματα λιανικής και για μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους, αφού η τιμή σπάνια αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για αυτή την κατηγορία καταναλωτών, που έχουν συνηθίσει να πληρώνουν κάτι παραπάνω, για να εξασφαλίσουν την επιθυμητή ποιότητα. Για τον λόγο αυτό, οι χονδρέμποροι των vegan προϊόντων φροντίζουν να επεκτείνουν την γκάμα των κωδικών όλο και περισσότερο, διαμορφώνοντας σταδιακά μια υπολογίσιμη εγχώρια αγορά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα τα εξειδικευμένα καταστήματα για τους ακολούθους της χορτοφαγικής και vegan διατροφής είναι ελάχιστα κι εξυπηρετούν ένα πολύ μικρό κομμάτι ζήτησης, αφήνοντας περιθώριο κέρδους για τον επαγγελματία που θα τοποθετήσει στο κατάστημά του επιλεγμένους κωδικούς. Τα ευεργετικά οφέλη της vegan διατροφής, άλλωστε, φαίνεται με τον καιρό να επηρεάζουν και το ελληνικό καταναλωτικό κοινό, που πλέον αναζητά προϊόντα που θα του εξασφαλίζουν υγεία και μακροζωία.

Προωθείται διαρκώς η vegan διατροφή

Η Αμερικανική Εταιρεία Διαιτολογίας γνωστοποίησε πρόσφατα την επίσημη θέση της, αναφορικά με τις vegetarian και vegan διατροφικές επιλογές, ενισχύοντας την παγκόσμια προώθηση προς την εν λόγω διατροφή.

Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη σχετική έρευνα είναι πως μια τέτοια διατροφή είναι υγιεινή, επαρκής και μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη και θεραπεία αρκετών ασθενειών. Υπό αυτό το πρίσμα, μια χορτοφαγική δίαιτα (vegetarian) κρίνεται κατάλληλη για όλες τις ηλικίες κι ιδιαιτερότητες σε έναν πληθυσμό, περιλαμβάνοντας τις περιόδους κύησης, γαλουχίας, προχωρημένης βρεφικής ηλικίας, σχολικής ηλικίας κι εφηβείας κι ενδείκνυται ακόμη και για αθλητές. Μάλιστα, η χορτοφαγική διατροφή συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου από ισχαιμικές καρδιακές παθήσεις. Οι χορτοφάγοι εμφανίζουν χαμηλότερο επίπεδο «κακής» χοληστερόλης (LDL), χαμηλότερη πίεση αίματος και χαμηλότερο ποσοστό υπέρτασης και περιστατικών διαβήτη τύπου 2, απ’ ό,τι οι μη χορτοφάγοι, και τείνουν να έχουν χαμηλότερο δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ) και χαμηλότερο ρίσκο εμφάνισης καρκίνου.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, κρίνεται απαραίτητη η αξιολόγηση της διαιτητικής επάρκειας μιας χορτοφαγικής δίαιτας, ώστε αυτή να μην οδηγήσει σε βασικές ελλείψεις κι αντίθετα αποτελέσματα. Και, πέραν αυτού, οι ειδικοί υγείας και διατροφής πρέπει να διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην εκπαίδευση των χορτοφάγων, όσον αφορά την πηγή συγκεκριμένων θρεπτικών ουσιών, την αγορά και προετοιμασία τροφίμων και τις διαιτητικές τροποποιήσεις για βέλτιστη χορτοφαγική διατροφή.