Στα ύψη οι λογαριασμοί του ρεύματος. Νέο «χτύπημα» για τους επαγγελματίες της μικρής λιανικής από τις μεγάλες αυξήσεις στους λογαριασμούς του ρεύματος, γεγονός που απαιτεί άμεσα μέτρα ενίσχυσης των επαγγελματιών του κλάδου.

Του Στέλιου Ασλανίδη

Αναγκαία η ενίσχυση και στα μίνι μάρκετ

Συσσωρεύονται τα προβλήματα γενικότερα για τις επιχειρήσεις της χώρας, αλλά και ειδικά για τον κλάδο της μικρής λιανικής, καθώς οι επαγγελματίες έρχονται σταθερά τον τελευταίο καιρό αντιμέτωποι με νέες προκλήσεις. Από τις ανατιμήσεις στα προϊόντα και τις αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων, μέχρι το νέο «χτύπημα» με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ, αλλά και των υπολοίπων παρόχων του ηλεκτρικού ρεύματος.

Οι αυξήσεις είναι πραγματικά υπέρογκες, με το κόστος να «εκτοξεύεται» τον τελευταίο καιρό και να φθάνει ακόμη και σε διπλάσιους αριθμούς, σε σχέση με τους αντίστοιχους λογαριασμούς ένα χρόνο νωρίτερα. Το πρόβλημα αφορά ολόκληρο τον εγχώριο επιχειρηματικό κόσμο, αλλά είναι ακόμη μεγαλύτερο στα μίνι μάρκετ, όπου τα πολλά ψυγεία δημιουργούν έτσι κι αλλιώς ένα από τα σημαντικότερα έξοδα για τα καταστήματα, συχνά καθορίζοντας ακόμη και το μεροκάματο των επαγγελματιών του κλάδου.

Αυξάνουν τις τιμές για να ανταπεξέλθουν

Με τις αυξήσεις του ρεύματος να είναι ανυπόφορες για την πλειοψηφία των καταστημάτων της μικρής λιανικής, αλλά και για πολλούς ακόμη κλάδους στην ελληνική αγορά, μία στις τρεις επιχειρήσεις έχει ήδη προχωρήσει σε αύξηση τιμών και αναμένεται να ακολουθήσει και δεύτερος γύρος. Αυτό προκύπτει και από έρευνα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών, σχετικά με το ενεργειακό κόστος και με βασικό συμπέρασμα ότι το κόστος ενέργειας για τις επιχειρήσεις, αυξήθηκε κατά μέσο όρο τον τελευταίο χρόνο κατά 85%, με τις μισές επιχειρήσεις να βλέπουν αύξηση στα τιμολόγιά τους πάνω από 90% και το 40% να εκτιμά την αύξηση μεταξύ 21%-50%.

Το κόστος ενέργειας για τις επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά μέσο όρο, τον τελευταίο χρόνο, κατά 85%.

Σύμφωνα με τη νέα έρευνα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας με την συμμετοχή επιχειρήσεων μελών του, για το 66% των επιχειρήσεων αυτών η λειτουργία τους επηρεάζεται πολύ από την αύξηση της ενέργειας και για το 28% αρκετά, με αποτέλεσμα, ένας στους τρεις επιχειρηματίες να μην γνωρίζει ή να μην μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια, το ποσοστό αύξησης των τιμολογίων ενέργειας για την επιχείρησή του. Από τα συμπεράσματα της ίδιας έρευνας, προκύπτει ότι το κόστος ενέργειας για τις επιχειρήσεις, αυξήθηκε κατά μέσο όρο τον τελευταίο χρόνο κατά 85%, με τις μισές επιχειρήσεις που συμμετείχαν να βλέπουν αύξηση στα τιμολόγιά τους πάνω από 90% και το 40% να εκτιμά την αύξηση μεταξύ 21-50%.
Ως κύρια πηγή ενέργειας, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρηματιών (87%) δήλωσε την ηλεκτρική, (7%) το φυσικό αέριο, (3%) το πετρέλαιο, (1%) τα βιοκαύσιμα και (1%) τις ανανεώσιμες πηγές.

Συμπεριλαμβανομένων των μέχρι σήμερα αυξήσεων, η έρευνα του ΒΕΑ καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι το κόστος ενέργειας ως προς το συνολικό τζίρο της επιχείρησης, αντιπροσωπεύει πλέον κατά μέσο όρο το 36%. Περίπου ένας στους τρεις επιχειρηματίες (36%) έχει ήδη προχωρήσει σε αύξηση των τιμών των προϊόντων του λόγω της εκτόξευσης του κόστους της ενέργειας, ενώ πολλοί επιχειρηματίες (23%) απέφυγαν να απαντήσουν σε αυτή την ερώτηση.

Τα αίτια των αυξήσεων στην ενέργεια

Επτά διεθνείς και δύο εσωτερικής προέλευσης αιτίες για την άνοδο των τιμών της ενέργειας εντοπίζει το Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε ανάλυση για την εξέλιξη της αγοράς. Σύμφωνα με το ΙΕΝΕ, η κρίση και οι πρωτοφανείς τιμές θα διατηρηθούν τουλάχιστον μέχρι και τον χειμώνα του 2023 και σχετίζονται με τις γεωπολιτικές εξελίξεις σε ολόκληρο τον κόσμο, έχοντας όμως «ρίζες» και στην Ελλάδα.

Οι ενδογενείς αιτίες συνοψίζονται στα εξής:
 1. Στην Ελλάδα υπάρχει ανεπάρκεια ισχύος και περιορισμένες διασυνδέσεις, με αποτέλεσμα όλη η ενέργεια να περνάει μέσω του Χρηματιστηρίου και οι καταναλωτές να είναι 100% εκτεθειμένοι στις υψηλές τιμές. Αντίθετα, στις Βόρειες χώρες η υπερεπάρκεια ισχύος και οι πολλές διασυνδέσεις έχουν ενισχύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ παραγωγών και προμηθευτών, με αποτέλεσμα η χρηματιστηριακή τιμή να επηρεάζει σε ποσοστό μόλις 20% τις τιμές ρεύματος για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
2. Οι προμηθευτές ρεύματος στην Ελλάδα μετακυλίουν μέσω της ρήτρας αναπροσαρμογής, όχι απλώς το αυξημένο κόστος της χονδρεμπορικής τιμής, αλλά και τις προσαυξήσεις που διαμορφώνουν το τελικό κόστος της ενέργειας που αγοράζουν οι ίδιοι για τους πελάτες τους. Οι προσαυξήσεις αυτές δεν είναι καθόλου αμελητέες.

Τον περασμένο Νοέμβριο, για παράδειγμα, οι καταναλωτές πλήρωσαν κόστη για απώλειες του συστήματος (Υψηλή Τάση) 7.97/MWh ευρώ, για εφεδρεία του συστήματος 2.08/MWh ευρώ και για την αγορά εξισορρόπησης 5.50/MWh ευρώ. «Ασύλληπτο για ευρωπαϊκή χώρα είναι, δε, το κόστος για τις απώλειες δικτύου, κοινώς ρευματοκλοπές, το οποίο ακολουθεί τη διακύμανση της λιανικής τιμής και τον Νοέμβριο διαμορφώθηκε στα 35/MWh ευρώ, από 10-12/MWh ευρώ προ κρίσης, μόλις δηλαδή 4 ευρώ χαμηλότερα από την κρατική επιδότηση», σύμφωνα πάντα με όσα τονίζει το ΙΕΝΕ.  Σε επίπεδο χονδρικής οι αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου ξεπέρασαν το 850% το 2021, επηρεάζοντας σημαντικά και το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος, όπου οι ανατιμήσεις στις χονδρεμπορικές τιμές ξεπέρασαν το 300%.