Στα μακαρόνια το έχουν ρίξει τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες, με τις αγορές των συγκεκριμένων προϊόντων να εμφανίζουν τη μεγαλύτερη αύξηση της αγοράς, με ανοδικούς δείκτες μετά και τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Οι χαμηλές τιμές τους, οι προσφορές και το πλήθος των επιλογών, έχουν μετατρέψει μάλιστα τα ζυμαρικά σε ένα από τα προϊόντα με τη μεγαλύτερη ζήτηση στο κανάλι των σούπερ και μίνι μάρκετ.

Της Ελένης Σαραντάκη

Με τον ταχύτερο ρυθμό αυξάνονται οι αγορές τους στην Ελλάδα

Η διατροφή των Ελληνικών νοικοκυριών έχει επηρεαστεί σημαντικά από την οικονομική κρίση, καθώς το μείγμα αγορών σε σχέση με τα είδη διατροφής έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΙΕΛΚΑ μάλιστα καταγράφεται μία μείωση στην αξία των αγορών κατά 21%, ενώ η εκτίμηση για τη μείωση του όγκου-ποσότητας των αγορών είναι της τάξης του 15%. Μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις λοιπόν, αποτελεί ο κλάδος των ζυμαρικών, που συνεχίζουν να αποτελούν ένα από τα πλέον «δυνατά» προϊόντα σε κάθε κατάστημα της λιανικής αγοράς.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι μετά από το πρώτο «σοκ» της αγοράς στα πρώτα χρόνια της κρίσης, τα μακαρόνια διατήρησαν τη δυναμική τους στο ελληνικό τραπέζι, με τους καταναλωτές να ενισχύουν μάλιστα την προτίμησή τους σε αυτά. Βάσει της έρευνας από το 2010 μέχρι και το 2017, τα ζυμαρικά ήταν ένας από τους ελάχιστους κλάδους της αγοράς που εμφάνισε διψήφια αύξηση στον όγκο των πωλήσεων στην Ελλάδα, γεγονός που διατήρησε σταθερό και το τζίρο του κλάδου, παρά τη μεγάλη μείωση των τιμών στα προϊόντα.

Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη του ΙΕΛΚΑ που επεξεργάστηκε στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., καταγράφει μία αύξηση 14% στις ετήσιες αγορές ζυμαρικών το 2017 και σε σχέση με το 2010, την ώρα που η αξία των ετήσιων αγορών περιορίστηκε ελαφρώς, στα 55,68 ευρώ, από 56,16 ευρώ ανά άτομο ετησίως, παρά το γεγονός ότι η μέση πληρωτέα τιμή, υπολογίζεται ότι μειώθηκε στο αντίστοιχο διάστημα, κατά 13% (από 1,86 ευρώ σε 1,62 ευρώ), λόγω και των διαρκών προσφορών στο κανάλι του σούπερ και μίνι μάρκετ, στα συγκεκριμένα προϊόντα.

ΖυμαρικάΟι Έλληνες είναι… μακαρονάδες

Το γεγονός ότι τα μακαρόνια αποτελούν βασικό προϊόν κατανάλωσης των Ελλήνων, επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της παγκόσμιας αγοράς των ζυμαρικών. Η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση ζυμαρικών των Ελλήνων διαμορφώνεται σε 11,2 κιλά το χρόνο, επίδοση που κατατάσσει την Ελλάδα στην 4η θέση της διεθνούς κατάταξης, μετά από Ιταλία, Τυνησία και Βενεζουέλα. Τα προϊόντα του κλάδου εμφανίζουν διείσδυση στο σύνολο σχεδόν των νοικοκυριών της χώρας, λόγω της προσιτής τους τιμής και της υψηλής διατροφικής αξίας. Κάπως έτσι, ο συνολικός τζίρος της αγοράς στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι ξεπερνάει τα 170 εκατ. ευρώ.

Αυξάνεται ο ανταγωνισμός στην αγορά

Η θετική εικόνα του κλάδου τα τελευταία χρόνια έχει αυξήσει όμως και τον ανταγωνισμό στην αγορά, από τις εταιρείες που «κυριαρχούν» στον τομέα των ζυμαρικών στην Ελλάδα. Με την εγχώρια παραγωγή ζυμαρικών να χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, ο κλάδος ελέγχεται ουσιαστικά από 4 μεγάλες καθετοποιημένες βιομηχανικές επιχειρήσεις, την Barilla Hellas, τη Μέλισσα Κίκιζας, την Eurimac και την Ήλιος, οι οποίες καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς, διαθέτοντας γνωστά εμπορικά σήματα. Οι εν λόγω εταιρείες διαθέτουν τα ισάριθμα εργοστάσια μακαρονοποιίας που λειτουργούν στη χώρα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Infobank Hellastat Α.Ε. (IB.HS), τα μεγαλύτερα μερίδια της αγοράς έχουν η ιταλικής Barilla και η ελληνικών συμφερόντων Μέλισσα Κίκιζας. Η Barilla παράγει και διανέμει στην Ελλάδα τόσο τα προϊόντα του ομώνυμου brand, όσο και εκείνα της MISKO, (καθώς έχει εξαγοράσει την ελληνική βιομηχανία από το 1991), ενώ η Μέλισσα διαθέτει στο χαρτοφυλάκιό της τα σήματα Melissa και Stella. Το μερίδιο αγοράς σε αξία της πρώτης, λοιπόν, διαμορφώθηκε στο 42% το 2016, με τη δεύτερη να κατέχει το 33% της αγοράς.

Παρότι οι δύο εταιρείες κατέχουν λοιπόν σχεδόν το 75% της αγοράς, ο ανταγωνισμός έχει αυξηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, με τη Eurimac και την Ήλιος να διεκδικούν επίσης, ενίσχυση των μεριδίων τους. Η «μάχη» έχει μάλιστα «φουντώσει» κι επικεντρώνεται κυρίως σε δύο σημεία:

  • στο πεδίο της τιμολόγησης και προσφορών, καθώς οι καταναλωτές, λόγω του περιορισμένου διαθέσιμου εισοδήματός τους, αναζητούν πιο οικονομικές λύσεις και
  • στο λανσάρισμα νέων προϊόντων και την τοποθέτησή τους στα ράφια των λιανεμπόρων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ανάπτυξη ζυμαρικών με διάφορες γεύσεις (π.χ. σπανάκι, ντομάτα, καρότο, μανιτάρι κ.ά.), τα οποία βρίσκουν ολοένα και μεγαλύτερη ανταπόκριση από το καταναλωτικό κοινό.