Σε μία από τις κορυφαίες κατηγορίες προϊόντων του μίνι μάρκετ και της μικρής λιανικής έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια η αγορά των snacks, η οποία φαίνεται ακόμη πιο ενισχυμένη, μέσω της αύξησης των υγιεινών επιλογών στα ράφια.

Του Στέλιου Ασλανίδη

Οι υγιεινές επιλογές αυξάνουν τη ζήτηση και τα προϊόντα

SnacksΟι διατροφικές συνήθειες της νέας γενιάς των millenials έχουν φέρει στο προσκήνιο το γρήγορο φαγητό. Άντρες και γυναίκες έχουν πλέον ελάχιστο χρόνο για να μαγειρέψουν και πολλές ώρες δουλειάς, οπότε συχνά αναγκάζονται να στρέφονται σε γρήγορες λύσεις για την κάλυψη των αναγκών τους. Κάπως έτσι, η κατηγορία των snacks έχει αρχίσει να «γιγαντώνεται» σε ολόκληρο τον πλανήτη, με τον παγκόσμιο τζίρο να «αγγίζει» τα 112 δις δολάρια το 2017 και να εκτιμάται ότι θα «εκτιναχθεί» στα 133 δις δολάρια μέχρι το 2021. Αντίστοιχα, στην Ευρώπη, η αγορά των snacks «τρέχει» με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης άνω του 3%, ενώ στην Ελλάδα αποτελεί μία από τις ελάχιστες κατηγορίες προϊόντων, που όχι μόνο δεν περιορίστηκε εν μέσω κρίσης, αλλά συνέχισε να αυξάνει τις πωλήσεις, παρά τις έντονες «πιέσεις» από το «μαχαίρι» στις καταναλωτικές δαπάνες.

Επενδύοντας σε πιο υγιεινά ποιοτικά προϊόντα και στο διαρκές λανσάρισμα νέων, με εμπλουτισμό των γεύσεων και των συσκευασιών τους, οι βιομηχανίες του κλάδου κατάφεραν να αντιμετωπίσουν την «ύφεση» στην ελληνική αγορά, διατηρώντας θετικό πρόσημο σχεδόν στο σύνολο των οικονομικών τους δεικτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ετήσιος τζίρος της αγοράς των αλμυρών snacks (chips, γαριδάκια, crackers, κριτσίνια κ.ά.) έχει ανέλθει πια πάνω από τα 80 εκατ. ευρώ κι έχει εμφανίσει τεράστια ανάπτυξη, της τάξης του 50%, μέσα στην τελευταία 7ετία. Σύμφωνα με στοιχεία της IRI, από το 2012 έως και το 2018, οι πωλήσεις των αλμυρών snacks (τσιπς, γαριδάκια, τορτίγιας, κλπ) ενισχύθηκαν από περίπου 58 εκατ. ευρώ σε πάνω από 80 εκατ. ευρώ κι εκτιμάται ότι θα «κλείσουν» στα 90 εκατ. ευρώ το 2019.

Γνωστά κι ανερχόμενα brands δίνουν μεγάλο αριθμό επιλογών στους καταναλωτές, αλλά και στους ιδιοκτήτες των καταστημάτων.

Τα επιμέρους στοιχεία της έρευνας αγοράς, μάλιστα, δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια της περασμένης χρονιάς, οι πωλήσεις των snacks «έτρεξαν» με άνοδο της τάξης του 6,7% σε αξία, «αγγίζοντας» ακόμη και το 9%. Τα chips, τα γαριδάκια και τα προϊόντα της κατηγορίας tortillas κατέχουν τη μερίδα του λέοντος, με συνολικές πωλήσεις της τάξης των 7 εκατ. κιλών σε όγκο και 62,07 εκατ. ευρώ σε αξία, με μεγάλη άνοδο να εμφανίζουν κι οι πωλήσεις των snacks ιδιωτικής ετικέτας στα σούπερ μάρκετ, καθώς ανήλθαν σε 35.472 κιλά και 151.284 ευρώ στο ίδιο διάστημα.

Τα snacks Νο1 επιλογή των καταναλωτών

Είναι εμφανές, λοιπόν, και σε πραγματικούς αριθμούς, ότι τα snacks έχουν αρχίσει να αποτελούν κορυφαία επιλογή και για τους Έλληνες καταναλωτές, που έχουν αρχίσει να προσαρμόζονται καλώς ή κακώς στη λογική του «Food to Go», της παγκόσμιας τάσης, δηλαδή, που θέλει τους σύγχρονους ανθρώπους να εξοικονομούν χρόνο ακόμη και στο φαγητό τους. Όπως δείχνουν και τα στοιχεία έρευνας του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών), οι Έλληνες καταναλωτές δαπανούν περίπου 6,5 δις ευρώ ετησίως για έτοιμο φαγητό, με το μέσο νοικοκυριό να ξοδεύει κατά προσέγγιση 1.500 ευρώ τον χρόνο σε προϊόντα αυτής της κατηγορίας, αφού το 85% του δείγματος δήλωσε ότι αγοράζει φαγητό κατά τη διάρκεια των εξωτερικών του δραστηριοτήτων.

Εκτός από τον καφέ, που είναι παγιωμένη συνήθεια στην καθημερινότητα της πλειοψηφίας, ένα μεγάλο ποσοστό, της τάξεως του 37%, αγοράζει συστηματικά snacks, είτε αλμυρά είτε γλυκά, με αποτέλεσμα η αγορά έτοιμου γεύματος στα σούπερ μάρκετ και στα μικρότερα σημεία λιανικής πώλησης να κερδίζει συνεχώς έδαφος και να ανταγωνίζεται τα καταστήματα μαζικής εστίασης, που έχουν υποστεί περίπου 40% ύφεση στα χρόνια της κρίσης. Παρά το γεγονός ότι τα κύρια γεύματα της οικογένειας εξακολουθούν στη χώρα μας να μαγειρεύονται στο σπίτι, τα συμπληρωματικά γεύματα πρωτοστατούν ως επιλογή «δεκατιανού», με τα αλμυρά snacks, τα γλυκά, τα τυποποιημένα σάντουιτς, τα κρουασάν, τα μπισκότα, τις μπάρες δημητριακών και τα αρτοσκευάσματα να αναδεικνύονται βασικοί πυλώνες του λιανεμπορίου τροφίμων.

Βασικό κανάλι το μίνι μάρκετ

Η αγορά των snacks έχει έρθει λοιπόν για να… μείνει, γεγονός που ευνοεί και τα μίνι μάρκετ και γενικότερα το κανάλι της μικρής λιανικής. Κι αυτό γιατί, όπως σημειώθηκε και παραπάνω, ολόκληρη η λογική της πώλησης των snacks εστιάζεται στην ταχύτητα και την ευκολία που προσφέρει στους καταναλωτές. Αποτέλεσμα, τα καταστήματα της μικρής λιανικής να αποτελούν το βασικό κανάλι πώλησης των συγκεκριμένων προϊόντων, προσφέροντας ακριβώς αυτές τις δυνατότητες στους καταναλωτές. Σύμφωνα με στοιχεία της αγοράς, το ποσοστό των πωλήσεων στα snacks, που αφορά τα μίνι μάρκετ, τα ψιλικατζίδικα και τα περίπτερα, ανέρχεται ακόμη και στο 60% επί του συνόλου της αγοράς. Πρόκειται, μάλιστα, για προϊόντα σε πολύ μεγάλη γκάμα που δίνουν τη δυνατότητα διαφοροποίησης στο ράφι κάθε καταστήματος, με πολλές επιλογές που μπορούν να ενισχύσουν το περιθώριο κέρδους. Αυτό δε είναι αρκετά υψηλό στη συγκεκριμένη κατηγορία, αφού μπορεί να βάλει κανείς στο κατάστημά του προϊόντα που προσφέρουν ακόμη και κέρδος της τάξης του 50-60%.

Οι υγιεινές επιλογές αλλάζουν την αγορά

snacksΤα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό η καθημερινότητα των ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο, κι ειδικά στις αναπτυγμένες χώρες, με τους πολίτες-καταναλωτές να αναζητούν διαφορετικά πράγματα σε σχέση με το παρελθόν. Ο γρήγορος κι αγχωτικός ρυθμός της καθημερινότητας και της on the go κατανάλωσης έχει οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης για υγιεινά και θρεπτικά σνακς, όπως οι μπάρες δημητριακών, αλλά κι αλλαγή παραδοσιακών κωδικών σε προϊόντα με πιο υγιεινά συστατικά. Στο «στόχαστρο» των καταναλωτών «κυρίαρχη» θέση έχουν πάρει η ζάχαρη και το αλάτι, με τη νέα γενιά να ζητάει διαρκώς την ελάττωση ή και εξάλειψή τους από τρόφιμα και ποτά. Σύμφωνα με την DK Consultants, η κύρια κατηγορία στον κλάδο τροφίμων που προωθούν την υγεία και την ευεξία αφορά τα «Better For You/BFY» προϊόντα, αυτά, δηλαδή, τα οποία περιλαμβάνουν μειωμένα λιπαρά, αλάτι κι υδατάνθρακες, πολλές φυτικές ίνες, είναι ολικής αλέσεως, δεν έχουν ζάχαρη, βοηθούν στον έλεγχο των θερμίδων ανά μερίδα, είναι ελάχιστα επεξεργασμένα, περιέχουν φυσικές βιταμίνες, μέταλλα κι άλλα θρεπτικά συστατικά. Η αξία των εν λόγω προϊόντων, μάλιστα, προωθείται τόσο μέσω των ΜΜΕ όσο κι από σχετικές πρωτοβουλίες κυβερνήσεων, με αντίστοιχες ενέργειες και από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τις χώρες της Ευρώπης, όπως η Ελλάδα.