Με τις μικρές ζυθοποιίες στην Ελλάδα να αυξάνονται διαρκώς, οι Έλληνες καταναλωτές φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να επιζητούν όλο και περισσότερο μπίρες με ελληνική ετικέτα, αλλάζοντας τα δεδομένα και για τα ράφια των μίνι μάρκετ και των περιπτέρων. ελληνική μπίρα

Της Ελένης Σαραντάκη

Ενισχύονται οι ελληνικές ετικέτες στα ράφια

Ανοδική είναι η τροχιά που ακολουθεί η παγκόσμια αγορά αλκοολούχων ποτών τα τελευταία χρόνια, με τα στοιχεία της Energias Market Research Pvt. Ltd να δείχνουν ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξής της θα είναι της τάξης του 2,5% μέχρι το 2024, οπότε κι εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα 1.674,1 δισ. δολάρια. Θετική είναι η εικόνα, όμως, και στην Ελλάδα, καθώς, σύμφωνα με έρευνα της Euromonitor International, οι πωλήσεις σημείωσαν οριακή άνοδο για τις δύο τελευταίες χρονιές, εν μέρει λόγω της άνθισης του τουρισμού. Η συνολική ανάπτυξη του όγκου πωλήσεων, πάντως, προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, με την κατανάλωση να εξακολουθεί να αυξάνεται.

Ένα από τα βασικά προϊόντα, με ευοίωνη προοπτική για τα επόμενα χρόνια, λοιπόν, είναι κι η μπίρα, με τη ζυθοποιία να βρίσκεται σε «άνθιση» στην Ευρώπη και την παραγωγή να ξεπερνά τα 40 δισ. λίτρα, μετά την οικονομική κρίση, σημειώνοντας τα τελευταία έτη συνεχή ανάπτυξη. Στην Ελλάδα, η κρίση επηρέασε σημαντικά την αγορά, αλλά τα τελευταία χρόνια δείχνει να σταθεροποιείται, με πρόσφατη έρευνα του ICAP Group να σημειώνει ότι: «Σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις της αγοράς και με την προϋπόθεση της σταθεροποίησης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, αλλά και την περαιτέρω άνοδο της τουριστικής κίνησης, παράγοντες του κλάδου προβλέπουν μικρή αύξηση της συνολικής κατανάλωσης μπίρας, με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 2%–3% την περίοδο 2018–2020».

Η τάση για στήριξη εγχώριων σημάτων κι εταιρειών οδήγησε στην ανάπτυξη και τη δημιουργία πολλών ελληνικών ετικετών μπίρας από μικροζυθοποιίες σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.

Η «αντεπίθεση» της ελληνικής μπίρας

Στην αισιόδοξη πρόβλεψη για την αγορά της μπίρας στην Ελλάδα βασικό ρόλο παίζει η ανάπτυξη της ελληνικής μπίρας, με τους Έλληνες καταναλωτές να «αγκαλιάζουν» τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο τις μικροζυθοποιίες, αλλά και τα ελληνικά brands των μεγάλων ζυθοποιίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο πολυεθνικοί όμιλοι του κλάδου, Αθηναϊκή Ζυθοποιία και Ολυμπιακή Ζυθοποιία, εμφανίζουν μικρότερα μερίδια στην αγορά την τελευταία τριετία, με την Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης και τη Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης να κερδίζουν διαρκώς έδαφος. Το ίδιο συμβαίνει και με αρκετές μικρότερες ζυθοποιίες, όπως η ΒΑΠ της Ρόδου, η Κορφή της Πιερίας κι η Κερκυραϊκή Μικροζυθοποιία.

Συγκεκριμένα, με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Nielsen, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία (Heineken) κι η Ολυμπιακή Ζυθοποιία (Carlsberg) έχουν από κοινού το 69,5% της αγοράς, με την ΕΖΑ να εμφανίζει ραγδαία ανάπτυξη, με αύξηση 31,9% στις πωλήσεις της, για να ξεπεράσει το μερίδιό της, το 5% της αγοράς. Ανοδικά κινείται και η ΖΜΘ, με μερίδιο άνω του 3,6%, ενώ ακολουθεί η ΒΑΠ – Κουγιός, με διπλασιασμό του μεριδίου της κατά τη διάρκεια του 2017.

ελληνική μπίραΤο παράδειγμα της Μάμος

Η «στροφή» στις ελληνικές ετικέτες έχει το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα στις πωλήσεις της πολυεθνικής Αθηναϊκής Ζυθοποιίας. Η εταιρεία, που ανήκει στον όμιλο της Heineken, λάνσαρε τον Μάρτιο του 2017 ένα ιστορικό ελληνικό brand, την μπίρα Μάμος, στην Πάτρα και γενικότερα στην Πελοπόννησο. Σύμφωνα, λοιπόν, με πληροφορίες της αγοράς, οι πωλήσεις της κατά τη διάρκεια του 2018 «εκτινάχθηκαν» στα 40.000 εκατόλιτρα, αριθμό διπλάσιο από τις αρχικές προσδοκίες της ίδιας της εταιρείας. Η επιτυχία αυτή, λοιπόν, εκτιμάται ότι οφείλεται στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο λανσάρισμα άγγιξε την ανερχόμενη τάση για μπίρες περιορισμένης παραγωγής, με γηγενή χαρακτηριστικά κι ετικέτα. Αντίστοιχα, άλλωστε, κι η μπίρα Άλφα θεωρείται η Νο1 πια στην αγορά, έχοντας σε πολλές περιπτώσεις μεγαλύτερες πωλήσεις από τις Heineken και Amstel, ενώ κι η Ολυμπιακή Ζυθοποιία έχει εστιάσει στην ελληνική ετικέτα της Fix Hellas.

Ανερχόμενη «δύναμη» οι μικροζυθοποιίες

Η ελληνική νομοθεσία ορίζει ως μικροζυθοποιίες τις μονάδες με παραγωγή που δεν υπερβαίνει τα 200.000 εκατόλιτρα ετησίως, καθώς αυτό σχετίζεται με την καταβολή μειωμένου Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ). Οι μικροζυθοποιίες παράγουν μπίρα σε μικρές παρτίδες κι είναι περιορισμένης διανομής. Ο αριθμός των μικροζυθοποιίων παρουσιάζει αξιόλογη αύξηση τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, κι από έξι το 2009, σήμερα υπολογίζονται σε πάνω από 50 σε ολόκληρη τη χώρα.

Περίπου το 36% των πωλήσεων στην κατηγορία της «ζεστής αγοράς» στην μπίρα προέρχεται από τα μικρά σημεία λιανικής πώλησης, όπου αν συνυπολογιστούν και τα «αχαρτογράφητα» καταστήματα, το ποσοστό μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει το 50%.

Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, η τάση για παραγωγή ιδιαίτερων κι εξειδικευμένων προϊόντων οδήγησε στην ανάπτυξη των συγκεκριμένων μονάδων, με αποτέλεσμα σήμερα να έχει δημιουργηθεί και από μια μικροζυθοποιία στους περισσότερους νομούς της χώρας. Επιπλέον, η τάση που καταγράφεται τα τελευταία έτη για στήριξη ελληνικών σημάτων κι εταιρειών ελληνικών συμφερόντων οδήγησε στην ανάπτυξη και τη δημιουργία πολλών ετικετών μπίρας. Περιοχές, όπως η Σαντορίνη, η Κρήτη, οι Σέρρες, το Άργος, η Κέρκυρα, η Τήνος, η Εύβοια, η Χίος, η Μεσσηνία κ.ά., έχουν ήδη μικρές ή μεγαλύτερες ζυθοποιίες, αρκετές εκ των οποίων δημιουργήθηκαν, κυρίως, την τελευταία πενταετία. Έχουν αρχίσει δε να αποτελούν ανερχόμενη «δύναμη» στην αγορά, με το μερίδιό τους να εκτιμάται ότι έχει ξεπεράσει πια το 4% συνολικά και να παρουσιάζει σταθερά ανοδική τάση τα τελευταία έτη.

Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι υπάρχει και τεράστιο περιθώριο ανάπτυξης, αφού, παρά τον πολλαπλασιασμό της τα τελευταία χρόνια, η ελληνική μικροζυθοποιία είναι εξαιρετικά περιορισμένη, σε σύγκριση με άλλες χώρες, όπως είναι η Ιταλία (λειτουργούν περίπου 1.200 μικροζυθοποιίες), η Γαλλία (περίπου 1.000 μονάδες), το Ηνωμένο Βασίλειο (2.000) κ.ά.

Νέα τάση στα ράφια, η μπίρα χωρίς αλκοόλ

Όπως καταγράφεται και σε άλλα αφιερώματα του τρέχοντος τεύχους του περιοδικού «Mini Market & Μικρή Λιανική», οι καταναλωτές έχουν αρχίσει να στρέφονται μαζικά σε πιο υγιεινές επιλογές κι η νέα αυτή τάση εμφανίζεται, πλέον, έντονα και στην αγορά της μπίρας, με προϊόντα χωρίς ή με ελάχιστο αλκοόλ. Πρόκειται για μία νέα τάση που αποτυπώνεται παγκοσμίως στην κατανάλωση κι έχει ενεργοποιήσει σχετικά και τις ελληνικές ζυθοποιίες, παρά το γεγονός πως, μέχρι πρότινος, αγορά μπίρας χωρίς αλκοόλ, ουσιαστικά, δεν υπήρχε στη χώρα μας.

ελληνική μπίραΜόνο πέρυσι παρήχθησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση 900 εκατομμύρια λίτρα μπίρας χωρίς αλκοόλ, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 2% της συνολικής παραγωγής. Αν σε αυτή την ποσότητα προστεθούν κι οι μπίρες με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ, τότε το μερίδιο της συγκεκριμένης κατηγορίας στην Ε.Ε. σε επίπεδο παραγωγής προσεγγίζει το 6%. Τα αντίστοιχα στοιχεία για την Ελλάδα δεν είναι ακόμη μετρήσιμα, αλλά η τάση θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, καθώς επιβεβαιώνεται κι από τα λανσαρίσματα του συνόλου των εταιρειών. Οι μεγάλοι «παίκτες» του κλάδου, την τελευταία τριετία, έχουν πραγματοποιήσει «δυναμική» είσοδο στον χώρο της μπίρας χωρίς ή με λίγο αλκοόλ. Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία, με την Amstel Free, με 0,0% αλκοόλ, τη Heineken LIGHT, με λιγότερες θερμίδες και λιγότερο αλκοόλ (3,3%), την ΑΛΦΑ Χωρίς, η οποία δεν περιέχει αλκοόλ, και την Amstel Radler, η οποία περιέχει 2% αλκοόλ, έχει πια ολόκληρο «χαρτοφυλάκιο» σε αυτή την κατηγορία.

Αντίστοιχα, η Ολυμπιακή Ζυθοποιία έχει λανσάρει την FIX Άνευ, με 0,5% αλκοόλ, και τη Mythos Radler, με περιεκτικότητα 2% αλκοόλ, ενώ η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης την εζα Alcohol Free, την BLUE island fizzy lemon Radler, με 2% αλκοόλ, και την BLUE island pear delight malt, χωρίς αλκοόλ και γλουτένη. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται, όμως, και μικροζυθοποιίες, όπως η Μικροζυθοποιία Σερρών & Βορείου Ελλάδας, η οποία δημιούργησε τη VOREIA Low Alcohol που έχει 0,8% ποσοστό αλκοόλ.

Το μίνι μάρκετ πρώτη επιλογή για την μπίρα

ελληνική μπίραΟι μπίρες αποτελούν ένα από τα κορυφαία προϊόντα στον τζίρο των καταστημάτων της μικρής λιανικής, τόσο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού όσο και του χειμώνα, με την πλειοψηφία των επαγγελματιών της αγοράς να τονίζει στο περιοδικό μας ότι, συνήθως, οι μπίρες είναι το δεύτερο προϊόν σε πωλήσεις μετά τα τσιγάρα, έχουν όμως πολύ καλύτερο περιθώριο κέρδους. Το ίδιο ισχύει κι από την πλευρά των εταιρειών, που θεωρούν το κανάλι της μικρής λιανικής το σημαντικότερο για τις πωλήσεις της μπίρας. Σε πρόσφατο συνέδριο για τη μικρή λιανική, ο κ. Βασίλης Φιλίππου, Insights & Innovation Manager της Ολυμπιακής Ζυθοποιίας, τόνισε ότι από τις συνολικές πωλήσεις της ζεστής αγοράς, το 36% περίπου προέρχεται από τα μικρά σημεία λιανικής πώλησης, όπου, αν συνυπολογιστούν και τα «αχαρτογράφητα» καταστήματα, το ποσοστό μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει το 50%. Όσον αφορά τους καταναλωτές σε αυτά τα καταστήματα, υποστήριξε ότι στην κατηγορία της μπίρας είναι, συνήθως, νεότεροι σε ηλικία (έως 35 ετών), με βασικά κριτήρια επιλογής αγοράς την εγγύτητα της τοποθεσίας του σημείου και την «κατάλληλη θερμοκρασία» του προϊόντος. Η πλειοψηφία των καταναλωτών αγοράζει μπίρα από τα μικρά σημεία για άμεση κατανάλωση, είτε με φίλους είτε με την οικογένεια, επιβεβαιώνοντας για άλλη μία φορά ότι η μπίρα είναι το κατεξοχήν ποτό της παρέας και συντροφικότητας των ενηλίκων.