Ζυμαρικά  Με νέα καινοτόμα προϊόντα, που ακολουθούν και τις πιο πρόσφατες καταναλωτικές τάσεις, οι βιομηχανίες ζυμαρικών έχουν καταφέρει να επιτύχουν θετικούς δείκτες για τα κέρδη τους, διατηρώντας σε ανοδική τροχιά τον κλάδο. «Στοίχημα» και για τα μίνι μάρκετ, η καλύτερη αξιοποίηση των ζυμαρικών στα ράφια τους.

Της Ελένης Σαραντάκη

Νέα προϊόντα στα ράφια των μίνι μάρκετ

ΖυμαρικάΑυξάνονται διαρκώς οι πωλήσεις ζυμαρικών στην Ελλάδα, αφού κατάφεραν να αντεπεξέλθουν και στις πιέσεις από την κρίση σε ολόκληρη την αγορά, δείχνοντας ότι τα μακαρόνια είναι από τις νούμερο ένα επιλογές των καταναλωτών στα ράφια. Σύμφωνα με τη μελέτη της InfoBank Hellastat, το 2017 ο συνολικός κύκλος εργασιών των εταιρειών του κλάδου αυξήθηκε κατά 1,7%, έναντι του προηγούμενου έτους. Καταγράφεται, μάλιστα, ότι τα ζυμαρικά θεωρούνται από τα πιο δημοφιλή προϊόντα διατροφής, τόσο σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, όσο και σε περιόδους ευημερίας, εξαιτίας και της χαμηλής λιανικής τιμής πώλησης, έναντι άλλων προϊόντων διατροφής. Επίσης, η υψηλή διατροφική τους αξία κι η συνεχής προσπάθεια των βιομηχανιών να αυξήσουν την προϊοντική τους βάση προσφέρουν στους καταναλωτές πληθώρα επιλογών, με αποτέλεσμα να τα προτιμούν περισσότερο από άλλα βασικά είδη διατροφής.

«Έρχεται» νέα άνοδος με μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους

Η αγορά των ζυμαρικών, μάλιστα, αναμένεται να παρουσιάσει ακόμη μεγαλύτερη άνοδο τα επόμενα χρόνια, καθώς από τη μία οι βιομηχανίες του κλάδου δείχνουν να έχουν «πιάσει» τις καταναλωτικές τάσεις της αγοράς, από την άλλη υπάρχουν αλλαγές και στα οικονομικά δεδομένα για τα καταστήματα. Όσον αφορά τον πρώτο παράγοντα, οι εταιρείες φαίνεται να ακολουθούν πλήρως τη ζήτηση της νέας γενιάς καταναλωτών, λανσάροντας νέα προϊόντα στην αγορά, με έμφαση στην υγιεινή διατροφή, με προϊόντα βρώμης, βιολογικά, φρέσκα, αλλά και vegan ζυμαρικά χωρίς γλουτένη.

ΖυμαρικάΤαυτόχρονα και σχετικά με το δεύτερο ζήτημα, θετική επίδραση στους σχετικούς δείκτες υπολογίζεται ότι θα έχει κι η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ από 24% σε 13%, καθώς μπορεί να βοηθήσει ακόμη περισσότερο τις πωλήσεις των ζυμαρικών, αλλά και να προσφέρει καλύτερο περιθώριο κέρδους στα καταστήματα, ανάλογα με την «αφομοίωση» των αλλαγών. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη Euromonitor η ευρεία κατηγορία των ζυμαρικών, ρυζιού και noodles θα έχει σταθερότητα ανάπτυξης την επόμενη πενταετία, ειδικά σε ό,τι αφορά τα σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα, όπου εκτιμάται ότι ως το 2023 θα εμφανίσει ανάπτυξη της τάξης του 1% φέτος (2019), 1,5% το 2020, 1,9% το 2021, 1,5% το 2022 και 1,4% το 2023.

«Στροφή» σε πιο… υγιεινές επιλογές

Οι νέες καταναλωτικές τάσεις θέλουν και τους Έλληνες να στρέφονται σε νέα προϊόντα που έχουν ως βάση την πιο υγιεινή διατροφή. Στα ζυμαρικά αυτό μεταφράζεται σε μεγάλη άνοδο των προϊόντων ολικής άλεσης, αλλά και σε ενίσχυση κατηγοριών, όπως τα βιολογικά, τα χωρίς γλουτένη και τα ζυμαρικά με λαχανικά. Γενικότερα, άλλωστε, η ετικέτα «χωρίς» δείχνει πλέον να «πουλάει» περισσότερο σε όλο τον κόσμο, με σχετική έρευνα του Osservatorio Immagino 2 να επισημαίνει ότι πιο διαδεδομένα σε πωλήσεις είναι πλέον τα προϊόντα με σήμανση «χωρίς συντηρητικά», ενώ μεγαλύτερες τάσεις ανάπτυξης παρατηρούνται στα προϊόντα «χωρίς πρόσθετα», «χωρίς φοινικέλαιο», «χωρίς αλάτι», «χωρίς επιπλέον ζάχαρη», «χωρίς κορεσμένα λίπη» και, φυσικά, «χωρίς γλουτένη». Κάπως έτσι, έχουν μειωθεί πια σε σημαντικό βαθμό και στην Ελλάδα τα προϊόντα με γλουτένη, αποτελώντας τη μειοψηφία στην πλειοψηφία των κλάδων.

Πολλές μικρές ελληνικές επιχειρήσεις έχουν λανσάρει παραδοσιακά χειροποίητα ζυμαρικά, διαθέτοντάς τα και στη μικρή λιανική.

Νέα τάση και τα φρέσκα – χειροποίητα ζυμαρικά

Καινούργια τάση στην αγορά των ζυμαρικών είναι και τα φρέσκα, χειροποίητα ζυμαρικά. Πολλές μικρότερες επιχειρήσεις του κλάδου, όπως η Νόστιμον, η Αμβροσία, η Σπανέλλη, η Rana, αλλά και η Γέννημα Γης από τα Γιάννενα, έχουν επενδύσει σε αυτό τον τομέα, προσφέροντας στην αγορά μία νέα, διαφορετική πρόταση. Η κύρια διαφορά μεταξύ των δύο τύπων ζυμαρικών είναι ότι τα ξηρά ζυμαρικά παρασκευάζονται με αυγά, σιμιγδάλι και νερό, ενώ στα νωπά ζυμαρικά χρησιμοποιούνται μόνον αυγά και αλεύρι. Τα φρέσκα ζυμαρικά θεωρούνται όμως και πιο θρεπτικά, ενώ μαγειρεύονται πολύ γρηγορότερα.

Πολλές μικρές ελληνικές εταιρείες, λοιπόν, έχουν λανσάρει φρέσκα, χειροποίητα ζυμαρικά, διαθέτοντάς τα και στη μικρή λιανική. Για την ακρίβεια, ξεκινώντας από τα παραδοσιακά παντοπωλεία, επεκτείνονται πια με σταθερά βήματα και σε μίνι μάρκετ και άλλα καταστήματα της μικρής λιανικής. Πρόκειται για προϊόντα που έχουν το αρνητικό της υψηλότερης τιμής, αλλά ταυτόχρονα ανταποκρίνονται στη ζήτηση για πιο… ποιοτικές κι υγιεινές επιλογές, προσελκύοντας μία διαφορετική καταναλωτική ομάδα.

Στη «μόδα» και τα vegan

ζυμαρικάΣτη μόδα, πάντως, φαίνεται ότι βρίσκονται και τα vegan ζυμαρικά, καθώς αποτέλεσαν ένα από τα βασικά προϊόντα που παρουσιάστηκαν στο πρόσφατο Vegan Life Festival, το οποίο διοργανώθηκε στην Τεχνόπολις, στο Γκάζι, τον περασμένο Οκτώβριο. Δεν ήταν λίγες οι εταιρείες που λάνσαραν διάφορους τύπους ζυμαρικών ως vegan επιλογές, με το φεστιβάλ να περιλαμβάνει, μάλιστα, και event με μαγείρεμα και δοκιμές, όπου αναδείχτηκαν γενικότερα κάποιες ολοκληρωμένες συνταγές για vegan μακαρονάδες. Επιχειρήσεις, όπως η Ζωγράφος κι η Τροφέας, φαίνεται ότι εστιάζουν σε αυτή την κατηγορία προϊόντων στον κλάδο των ζυμαρικών, ενώ την παράσταση στο φεστιβάλ έκλεψε το brand «μακαρονούλης» από το Αγρόκτημα Αθανασόπουλου.

Οι «κυρίαρχοι» της αγοράς

Στον κλάδο των ζυμαρικών, «κυρίαρχες» είναι οι τέσσερις μεγάλες βιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στην αγορά, μέσα κι από εργοστάσια μακαρονοποιίας στον ελλαδικό χώρο. Συγκεκριμένα, οι εταιρείες που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς είναι η BARILLA HELLAS Α.Ε., η ΜΕΛΙΣΣΑ ΚΙΚΙΖΑΣ Α.Β.Ε.Ε., η EURIMAC Α.Ε. κι η ΔΑΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΠ. Α.Β.Ε.Ε. (ΗΛΙΟΣ), οι οποίες διαθέτουν όλα τα γνωστά εμπορικά σήματα, με ιστορία χρόνων στην ελληνική αγορά. Σύμφωνα με ανάλυση της Infobank Hellastat, οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις έχουν ενισχύσει διαχρονικά τον όγκο παραγωγής τους, επενδύοντας σε παραγωγικές εγκαταστάσεις και τεχνολογικό εξοπλισμό, με αποτέλεσμα να υπερκαλύπτουν την εγχώρια ζήτηση.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σημαντικό μέρος της παραγόμενης ποσότητας να διοχετεύεται στο εξωτερικό και κυρίως σε γειτονικές χώρες. Παράλληλα, βέβαια, στην αγορά δραστηριοποιούνται συνεταιρισμοί και μικρού μεγέθους επιχειρήσεις, συνήθως οικογενειακές, οι οποίες παράγουν παραδοσιακά προϊόντα κι απευθύνονται κατά κύριο λόγο στις περιοχές δράσης τους. Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται κι αυτές σε όλη τη χώρα, όχι μέσω της δημιουργίας πανελλαδικών δικτύων, αλλά σε συνεργασία με χονδρεμπόρους, ειδικά για τα μίνι μάρκετ, με έμφαση, για αρχή, στην Αττική.

Η μέση κατανάλωση ζυμαρικών των Ελλήνων υπολογίζεται σε 11,1 κιλά τον χρόνο, επίδοση που τοποθετεί την Ελλάδα στην 4η θέση της παγκόσμιας κατάταξης.

Βασικό προϊόν τα ζυμαρικά για τους Έλληνες

Οι Έλληνες είναι… μακαρονάδες, όπως έλεγε και μία παλαιότερη διαφήμιση κι επιβεβαιώνεται και από τα σχετικά στοιχεία της παγκόσμιας αγοράς ζυμαρικών, η οποία και δείχνει ότι η χώρα μας ξεχωρίζει στην κατάταξη. Συγκεκριμένα, η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση ζυμαρικών των Ελλήνων διαμορφώνεται σε 11,1 κιλά τον χρόνο, επίδοση που τοποθετεί την Ελλάδα στην 4η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, μετά από Ιταλία, Τυνησία και Βενεζουέλα.

Τα προϊόντα του κλάδου εμφανίζουν διείσδυση στο σύνολο, σχεδόν, των νοικοκυριών της χώρας, λόγω της προσιτής τους τιμής και της υψηλής διατροφικής τους αξίας. Κάπως έτσι, ο συνολικός τζίρος της αγοράς στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι ξεπερνάει τα 170 εκατ. ευρώ, δείχνοντας «ανθεκτικότητα» και στην περίοδο της κρίσης. Σύμφωνα με έρευνα του I.P.O. (2017), η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση ζυμαρικών στην Ελλάδα υπολογίστηκε στα 11,1 κιλά ανά έτος, οριακά μειωμένη σε σχέση με το προηγούμενο έτος.  Η επίδοση αυτή επέτρεψε στη χώρα να διατηρήσει την 4η θέση της διεθνούς κατάταξης, μετά από την Ιταλία, την Τυνησία και τη Βενεζουέλα.

«Στοίχημα» για τα μίνι μάρκετ

Οι έρευνες δείχνουν ότι στα μικρότερα καταστήματα, οι πωλήσεις ζυμαρικών εμφανίζονται μειωμένες, ειδικά τα τελευταία χρόνια, καθώς η τιμή είναι βασικός παράγοντας στις αγορές των καταναλωτών σε τέτοιου είδους προϊόντα. Όπως επεσήμαναν και στο περιοδικό «Mini Market & Μικρή Λιανική» ιδιοκτήτες καταστημάτων, συχνά τα ζυμαρικά δεν βρίσκονται καν στην γκάμα των προϊόντων τους, καθώς οι πωλήσεις τους δεν είναι αρκετές. Από την άλλη, όμως, τα καταστήματα που έχουν επενδύσει σε αυτή την κατηγορία παρουσιάζονται απόλυτα ικανοποιημένα, δείχνοντας ότι πρόκειται για μία αγορά «στοίχημα» για τη μικρή λιανική.

Με ανοδικές τάσεις να εμφανίζονται και για τα επόμενα χρόνια στη ζήτηση των ζυμαρικών, η καλύτερη αξιοποίησή τους στα μίνι μάρκετ μπορεί να αποδειχτεί «κρυφό χαρτί» για τον τζίρο τους. Με νέα προϊόντα να λανσάρονται διαρκώς, άλλωστε, και να απευθύνονται σε διάφορες καταναλωτικές ομάδες και τάσεις (vegans, υγιεινή διατροφή, δίαιτες), ο «δρόμος» δείχνει ανοιχτός. Επίσης, μια επένδυση σε παραδοσιακά χειροποίητα ζυμαρικά μπορεί να αποδώσει αρκετά καλά, ανάλογα και με την πελατειακή βάση κάθε καταστήματος.